Ομιλία της Μαρίας Γιαννακάκη, ως Eιδική Αγορήτρια της ΔΗΜΑΡ, κατά την ενημέρωση των σπουδαστών της ΣΕΘΑ για τα εθνικά θέματα

Εκ μέρους της Δημοκρατικής Αριστεράς θα ήθελα κι εγώ να σας καλωσορίσω στην Βουλή των Ελλήνων, προκειμένου να ενημερωθείτε για την οπτική των Κομμάτων για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Νομίζω ότι ξεκινώντας πρέπει να συνομολογήσουμε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική τα τέσσερα τελευταία χρόνια εξαιτίας της οικονομικής κρίσης μπήκε σε μια φάση εσωστρέφειας, η οποία είναι και λογική, με την έννοια ότι όλες οι δυνάμεις της είχαν πέσει στην προσπάθεια αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης.
Η ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου των Υπουργών της Ε.Ε. στην 1/1/2014 ίσως να είναι μια πολύ καλή ευκαιρία, εάν χρησιμοποιηθεί πραγματικά σωστά, προκειμένου ν' αναδειχθούν θέματα, τα οποία απασχολούν την Ελλάδα, στην εξωτερική της πολιτική, μέσα στο πλαίσιο πάντα της Ε.Ε..
Θα ήθελα και να συμφωνήσω με κάτι που ελέχθη και από έναν προηγούμενο Αγορητή. Ότι το Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής το οποίο βάσει του ιδρυτικού του νόμου πρέπει να συγκαλείται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, στους 18 μήνες, που είμαι εγώ Βουλευτής, έχει συγκληθεί μόνο μία φορά, ενώ τρέχουν πολύ σημαντικές εξελίξεις τόσο στο Κυπριακό όσο και στο θέμα της Συρίας.
Για εμάς, για τη Δημοκρατική Αριστερά η εξωτερική πολιτική πρέπει να στηρίζεται σε δύο «πυλώνες». Πρέπει να είναι πολυδιάστατη και, φυσικά, φιλειρηνική. Η χώρα μας πρέπει να εργαστεί συστηματικά για την αντιμετώπιση των άδικων επιθέσεων που δέχεται η εικόνα της τα τέσσερα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης και την επανάκτηση του κύρους της στις διεθνείς σχέσεις.
Η επίτευξη αυτού του στόχου είχε διαστάσεις τόσο οικονομικές όσο και πολιτικές και προϋποθέτει την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων, τόσο στον χώρο της Ελλάδας, όσο και του απόδημου ελληνισμού, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ισχύς σε μια στρατηγική έξοδο από την κρίση. Στη νέα διεθνή αυτή κατάσταση, η Ελλάδα με βάση και με αφετηρία πάντα την Ε.Ε. πρέπει ν' ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και λόγω της ευρωπαϊκής της θέσης. Πρέπει ν' αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα με τις μεγάλες, αλλά και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η ανάπτυξη της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα, στο διαμετακομιστικό εμπόριο και ευρύτερα στον οικονομικό χώρο αποτελεί μια βασική προτεραιότητα.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά, η δημοκρατική πολιτική πρέπει ν' ακουμπά σε τέσσερα σημεία. Στη διεθνή νομιμότητα, η οποία θ' αντιτίθεται στις επεμβάσεις στους πολέμους, στην ουσιαστική βοήθεια των φτωχών χωρών από τους διεθνείς οργανισμούς, ώστε ν' αντιμετωπίζεται έστω στοιχειωδώς το ζήτημα της ανέχειας και των ασθενειών, στην ειρηνική επίλυση των διαφορών με τις γειτονικές χώρες και στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ξεκινώντας, να πω δύο κουβέντες για το Κυπριακό. Θέλω να επιμείνω στο μότο, το οποίο για τη Δημοκρατική Αριστερά είναι η αρχή όλων των πραγμάτων στο συγκεκριμένο θέμα, «η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται». Το Κυπριακό για μας παραμένει ένα ζήτημα παράνομης στρατιωτικής εισβολής και κατοχής εκ μέρους της Τουρκίας. Υποστηρίζουμε κάθε διεθνή και διμερή πρωτοβουλία για την απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής. Στο πλαίσιο της Ε.Ε., που είναι ενταγμένη η Κύπρος και στην οποία Ε.Ε. φιλοδοξεί να ενταχθεί και η Τουρκία και, φυσικά, είναι αδιανόητο και είναι μια κατάσταση πρωτοφανής, ότι αυτή τη στιγμή ουσιαστικά η Ε.Ε. - και είναι και μια αντίφαση - συνδιαλέγεται με μια χώρα, η οποία κατέχει μέρος του εδάφους της.
Η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, στηρίζοντας τις προσπάθειες της κυπριακής δημοκρατίας για μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, με τις συνθήκες και τις αρχές της Ε.Ε. και με πλήρη σεβασμό του ευρωπαϊκού κοινοτικού κεκτημένου. Αυτή η λύση θα πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια, η οποία θα διασφαλίζει τ' ανθρώπινα δικαιώματα όλων των διαβιούντων στην Κύπρο, τουρκοκυπρίων και ελληνοκυπρίων.
Επειδή ακούστηκε ότι «βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από τη λύση», αυτά είναι τα μηνύματα που κάποιος μπορεί να έχει και από τους διεθνείς οργανισμούς, αλλά και από τον Τύπο των εμπλεκομένων μερών. Το θέμα, όμως, είναι «ποια θα είναι η λύση αυτή;».
Οι τελευταίες αποτυχημένες προσπάθειες από μέρους του ειδικού συμβούλου, του Γενικού γραμματέα των Ηνωμένων ευθυνών, αλλά και των Αμερικανών και των Βρετανών, να συμφωνηθεί το κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος των ηγετών σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της μεγάλης πολιτικής κρίσης στην Τουρκία, το οποίο έχει αποδυναμώσει την κυβέρνηση Ερντογάν, έχουν περιπλέξει πάρα πολύ τα πράγματα και στο συγκεκριμένο τομέα. Αυτή τη στιγμή δεν είναι ξεκάθαρες οι επιδιώξεις, από καμία πλευρά. Τόσο οι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών, όσο και οι άλλοι διεθνείς πρωταγωνιστές μοιράζονται την εκτίμηση, όπως είπα και προηγουμένως, ότι ναι μεν είμαστε κοντά σε κάποια λύση επικαλούμενοι και την κόπωση της διεθνούς κοινότητας, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουροι ότι η λύση θα είναι αυτή η οποία ζητά η Κυπριακή Δημοκρατία και η οποία βασίζεται τόσο στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, όσο και σε όλα τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Αναφορικά με την Τουρκία και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η δημοκρατική Αριστερά υποστηρίζει την εμπέδωση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ειρήνη, η ασφάλεια και η σταθερότητα στην περιοχή, που για εμάς είναι το ζητούμενο. Η Τουρκία οφείλει, όπως και κάθε άλλη χώρα που φιλοδοξεί να ενταχθεί στην Ε.Ε., να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπώς και απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Οφείλει να συμβάλει εποικοδομητικά στην επίλυση του κυπριακού, στο πλαίσιο των αποφάσεων των διεθνών οργανισμών και με πλήρη σεβασμό του κοινοτικού κεκτημένου και να προχωρήσει στην πλήρη εφαρμογή της τελωνειακής ένωσης σε ό,τι αφορά στην Ε.Ε.. Οφείλει, όπως και κάθε άλλη υποψήφια προς ένταξη χώρα, να υιοθετήσει και να εφαρμόσει αυτά που οι διεθνείς συνθήκες προβλέπουν για το δίκαιο της θάλασσας και να αποδεχθεί την επίλυση του ζητήματος, της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με την προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Ένδειξη θετικού και εποικοδομητικού πνεύματος αποτελεί κάθε βήμα για την επαναλειτουργία της θεολογικής σχολής της Χάλκης, για την αναγνώριση του οικουμενικού ρόλου του πατριαρχείου και τον σεβασμό των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και στην Τένεδο.
Αναφορικά με την κατάσταση στα Βαλκάνια, η οποία παραμένει ευαίσθητη και κρίσιμη, χρειάζεται μια αξιόπιστη στρατηγική για τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Η κάθε είδους υπόθαλψη εθνικιστικών αντανακλαστικών και το να χρησιμοποιούνται όροι, μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, οι οποίοι είναι ξεπερασμένοι και οι οποίοι έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούνται από το 1983 και μετά, δυναμιτίζουν όλο αυτό το κλίμα της καλής γειτνίασης. Συνεπώς, σε ό,τι αφορά στην ονομασία των Σκοπίων, καλούμε από τη μια πλευρά την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας να εγκαταλείψει κάθε αδιαλλαξία και να συνειδητοποιήσει ότι το πραγματικό συμφέρον της χώρας της βρίσκεται στις καλές σχέσεις με την Ελλάδα, αλλά από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε παρά να είμαστε ρεαλιστές και να επιζητούμε μια λύση η οποία πέρα από τον ρεαλισμό, θα πρέπει μοιραία να στηρίζεται και στις ενδιάμεσες συμφωνίες, στις οποίες η Ελλάδα έχει συναινέσει εδώ και πολλά χρόνια. Υποστηρίζουμε ως Δημοκρατική Αριστερά μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes, η οποία θα χρησιμοποιείται από όλους. Είναι ανάγκη να υπάρξει γρήγορη εξεύρεση αυτής της λύσης.
Αναφορικά με την ΑΟΖ, είναι ένα κυρίαρχο δικαίωμα, αλλά είναι από αυτά που στο διεθνές δίκαιο ονομάζονται διμερή δικαιώματα, δηλαδή ότι πρέπει να ασκούνται διμερώς. Δυστυχώς, δεν μπορεί να υπάρξει μονομερής ανακήρυξη και όλα τα υπόλοιπα είναι απλά για να τα λέμε και να γινόμαστε αρεστοί.
Τελειώνω με μια μικρή αναφορά στην κοινή εσωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας, όπως αυτή προβλέπεται από τη συνθήκη λειτουργίας της Ε.Ε., τη γνωστή συνθήκη της Λισσαβόνας. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, παρόλο που αναφέρονται λεπτομερώς τα βήματα και αφού έχουμε στο μυαλό μας ότι η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας είναι ένα απαραίτητο βήμα και μια συνεκβανών προϋπόθεση της πολιτικής ολοκλήρωσης της Ε.Ε.. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, μερικά σημεία της, τα οποία είναι ξεπερασμένα γιατί έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τότε που υπογράφηκαν ή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα καινούργια δεδομένα. Πρέπει χρησιμοποιώντας και το εξάμηνο της Ελληνικής Προεδρίας, να συμβάλουμε θετικά και εποικοδομητικά, προκειμένου να υπάρξουν οι απαιτούμενες αλλαγές. Ευχαριστώ.