Παρουσίαση του βιβλίου του Παύλου Χρήστου ''Η γνωσιολογική πρόκληση στον στρατηγικό ρεαλισμό και από την απόλυτη στην τοπική στρατηγική''

Αγαπητές όλες και όλοι,

Τον Παύλο Χρήστου τον γνώρισα προσωπικά λίγο πριν από δύο χρόνια, λόγω της κοινής μας εμπλοκής στο Έτος Κύπρου.

Ως τομεάρχισσα Άμυνας του Κόμματός μου της, τότε, Δημοκρατικής Αριστεράς, γνώριζα τον Πτέραρχο Χρήστου, για τον οποία είχα άριστη εικόνα ως άνθρωπο και αξιωματικό.

Εκτίμησα τόσο την ευρυμάθεια και την πολυγραφότητά του στα θέματα στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής, τη συνθετική του σκέψη, όσο και τη διάθεσή του να αφουγκράζεται διαφορετικές απόψεις, αλλά και την ικανότητά του να τις συνθέτει.
Υπό αυτήν την έννοια θέλω να τον ευχαριστήσω για την πρόσκληση και να δηλώσω ότι νοιώθω τιμή που κλήθηκα για άλλη μια φορά να πω δυο λόγια για το νέο του βιβλίο.

Στην καθημερινή πραγματικότητα θεωρούμε ότι ο κόσμος αποτελείται από διάφορα αντικείμενα με διαφορετική θέση στον χώρο και στον χρόνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην επιστήμη, και δη, σε αυτή της Στρατηγικής που ο Παύλος πραγματεύεται στο βιβλίο, αγγίζοντας ευρύτερους προβληματισμούς της Θεωρίας της Γνώσης, της Επιστημολογίας και της Φιλοσοφίας της Επιστήμης.

Η επιλογή της στρατηγικής εξαρτάται από την εκτίμηση της κατάστασης και την αντιστοιχία του σκοπού με τα μέσα. Ο «καθαγιασμός» των θεωρητικών οντοτήτων, λόγω της τάσης του ρεαλισμού να τυποποιεί και να «εμπραγματώνει» οντότητες, συμβάλλει στην «αποκαθήλωσή» τους, και η διαμάχη δεν αφορά στην ύπαρξη ή τη χρήση αυτών των οντοτήτων, αλλά στο είδος τους. Δεν απορρίπτονται, δηλαδή, θεωρητικές οντότητες επειδή δε συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, αλλά επειδή υποστηρίζονται άλλες κατηγορίες αυτών. Οι ριζοσπαστικοί αντιρεαλιστές ακολουθούν την ίδια τακτική, «αποικοδομούν» ορισμένες θεωρητικές οντότητες και οικοδομούν άλλες.

Δε θα αποφύγω τον πειρασμό να κάνω λόγο, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Στρατηγικής στο οποίο ο φίλος Παύλος αναφέρεται, για τις διεθνείς συγκυρίες που παρατηρούμε γύρω μας, με αποκορύφωση και αφορμή τις διεθνείς εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα μετά τα πρόσφατα γεγονότα στο Παρίσι.

Όπως είναι φυσικό, βλέπουμε οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ και ο ΟΑΣΕ, των οποίων η χώρα μας είναι μέλος, να αναπροσαρμόζουν αυτήν την περίοδο τη στρατηγική και πρακτική τους στα νέα δεδομένα της διεθνούς πολιτικής και γεωπολιτικής συγκυρίας. Η υποστήριξη του ρόλου της χώρας και η μεγιστοποίηση των πλεονεκτημάτων από τη συμμετοχή της σε αυτούς τους οργανισμούς αποτελεί βασική αρχή και επιδίωξη της εθνικής μας στρατηγικής, και η πολιτική που ασκείται ως προς το παραπάνω οφείλει να έχει ως στόχο συνδυασμένες ενέργειες στον χώρο της διπλωματίας, ώστε να ισχυροποιείται ο σταθεροποιητικός και ειρηνευτικός ρόλος της χώρας στην ευρύτερη περιοχή, με κύριο ζητούμενο να εξασφαλίζεται παράλληλα η ασφάλεια της χώρας από την εκάστοτε απειλή. Και η έννοια της απειλής δεν είναι στατική, μονοδιάστατη, ακίνητη στο χρόνο και συμβατική.

Έχουμε λοιπόν βιαίως και επισήμως εισέλθει στην περίοδο αντιμετώπισης της ασύμμετρης τρομοκρατικής απειλής, όχι μόνον ως χώρα αλλά προφανώς και ως μέλος όλων των παραπάνω οργανισμών. Παρακολουθούμε σε πραγματικό χρόνο τη χάραξη ενός αρχικού κοινού αντικειμενικού σκοπού, που είναι η πάταξη του ISIS, αλλά και παράλληλα τη σύγκρουση των διαφορετικών Στρατηγικών, όχι μόνον των προαναφερθέντων οργανισμών με άλλους ή άλλες δυνάμεις με στρατηγικούς στόχους και συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή (πχ Ρωσία), αλλά επίσης και τη σύγκρουση των εθνικών στρατηγικών χωρών μέσα στους ίδιους αυτούς τους οργανισμούς (πχ Τουρκία ως μέλος ΝΑΤΟ). Επιπροσθέτως, παρατηρούμε την επιθυμία ισχυροποίησης της θέσης της ΕΕ και των συμφερόντων της, με μια σχεδόν ad hoc απόπειρα δημιουργίας ενός «ευρωστρατού», που θα υλοποιεί την πολιτική της ΕΕ σε στρατιωτικό επίπεδο και με βάση την ΚΠΑΑ – ΚΕΠΠΑ. Μια απόπειρα όμως που εθελοτυφλεί μπροστά στα δομικά προβλήματα της ΕΕ και που σαν κοινό στρατιωτικό οικοδόμημα με τον συνεκτικό όρο «ευρωστρατός», με τις συνθήκες στους κόλπους της ως έχουν αυτήν την περίοδο, δεν μπορεί να δημιουργηθεί.

Η Ελλάδα, λοιπόν, πώς κινείται μέσα στις δεδομένες συγκυρίες; Η εθνική Στρατηγική μας, με βάση τη θέση μας, η ευρύτερη εκτίμηση της κατάστασης, η υλοποίηση των εθνικών αντικειμενικών μας σκοπών μέσα στο πλαίσιο των οργανισμών στους οποίους ανήκουμε και οι οποίοι απετέλεσαν στρατηγική μας επιλογή στο παρελθόν, όλα αυτά, πώς συντελούνται και με ποιο σχέδιο, μπροστά στην ασύμμετρη απειλή που πυροδότησε εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα; Ποια η δυνατότητα υποστήριξης των εθνικών σκοπών μας με τα μέσα που διαθέτουμε και με τον ιδιάζοντα γεωπολιτικό μας ρόλο, όντες μέλη διεθνών οργανισμών μέσα στους οποίους το εθνικό συγκρούεται με το συλλογικό; 

Η υπεράσπιση και ισχυροποίηση των εθνικών μας συμφερόντων προϋποθέτει μια γενικότερη αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας στο πλαίσιο ενός καθεστώτος εκδημοκρατισμού της ευρύτερης περιοχής μας. Η εθνική στρατηγική και ο προσδιορισμός της υλοποίησης της υπάρχουσας πολιτικής προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς και η επιλογή στρατηγικών εταίρων για την υλοποίηση, εφαρμόζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα αρμόδια όργανά της και είναι καίριας σημασίας, ειδικά σε εποχή και περιοχή γεωπολιτικής δίνης. Οι ενέργειες σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής πρέπει να είναι συνδυασμένες, μέρος ενός συνεκτικού σχεδίου και με έμφαση στην αξιοποίηση και μεγιστοποίηση όλων των δυνατοτήτων που μας δίνουν οι υπερεθνικοί οργανισμοί, των οποίων μέλη αποτελούμε ως στρατηγική μας επιλογή.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο και στον φίλο Παύλο να είναι γερός και δημιουργικός και να συνεχίσει να προβληματίζεται και να μας προβληματίζει δημιουργικά και γόνιμα.

Ευχαριστώ πολύ.

 

book