Εργασία στο σεξ: Παρέμβαση στην A.V. από τη Μαρία Γιαννακάκη

Από την ιστοσελίδα της AV

 

Ένας πολύ σημαντικός διάλογος έχει ανοίξει σχετικά με την εργασία στο σεξ, ο οποίος διχάζει προοδευτικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη.
Πρώτιστο μέλημα της Πολιτείας, είναι αυτονόητο πως πρέπει να είναι η εξασφάλιση ότι αυτές και αυτοί που ασκούν εργασία στο σεξ, δεν είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων, εργαλεία στα χέρια του οργανωμένου εγκλήματος που εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη απελπισία και ρημάζει ψυχές και ζωές.
Όσο σημαντικό είναι όμως το παραπάνω, άλλο τόσο είναι και η παραδοχή πως δεν είναι όλες οι περιπτώσεις εργαζόμενων στο σεξ, περιπτώσεις trafficking. Είναι ξεκάθαρα στρουθοκαμηλισμός ακόμη κι αν, αύριο κιόλας, καθίστατο παράνομη η εργασία στο σεξ, κάποιος να πει πως δεν υπάρχει ή πως θα σταματήσει να υπάρχει. Οι άνθρωποι αυτοί είναι εκεί έξω, είναι στους χώρους αυτούς, υπάρχει ένα πραγματικό δεδομένο, ανεξαρτήτως του νομικού πλαισίου που μπορεί να αλλάζει.
Είναι η πρώτη τους επιλογή για βιοπορισμό; Προσωπική μου άποψη είναι πως όχι, τουλάχιστον για την πλειονότητα. Επίσης, δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε: Οι απασχολούμενοι στο σεξ είναι από τις πιο ευάλωτες εργασιακά ομάδες. Αποτελεί ζήτημα δημόσιας υγείας, η καλύτερη δυνατή προφύλαξη και η πρόληψη. Και για να εξασφαλιστούν κατά το δυνατό καλύτερα αυτά, είναι απαραίτητη η περαιτέρω ρύθμιση αυτού του χώρου εργασίας από την Πολιτεία. Κι ούτε καν μόνο για αυτά. Πρέπει να ρυθμιστούν θέματα ασφάλισης, ασφάλειας και εργασιακής εκμετάλλευσης, όπως για κάθε εργαζόμενο.
Δε θα ήθελα να καταφύγω στην ευκολία της χρήσης στατιστικών και αριθμών. Το μόνο σίγουρο, εξάλλου, είναι πως η απαγόρευση, όπου αυτή ισχύει νομικά, δεν εξαφάνισε το φαινόμενο.
Αποτελεί υποκρισία να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα με όρους δαιμονοποίησης και συντηρητισμού.
Είναι μεγάλο λάθος να εκληφθεί ο κάθε άνθρωπος που είναι στο χώρο της εργασίας στο σεξ, ως θύμα και περιθωριακός. Αυτή ακριβώς η στάση είναι που καθιστά τους απασχολούμενους σε αυτό το χώρο, απροστάτευτους. Οφείλουμε να ρυθμίσουμε αυτόν τον χώρο απασχόλησης, όπως και κάθε άλλο.
Γιατί ακόμη και αν δεν αποτελεί πρώτη επιλογή, είναι μια επιλογή εργασίας, και οι εργαζόμενοι πρέπει να προστατεύονται και να απολαμβάνουν εργασιακά δικαιώματα όπως σε κάθε νόμιμη απασχόληση.
Εξάλλου, περαιτέρω ρύθμιση θα φωτίσει και αθέατες πτυχές αυτού του χώρου, και η απόπειρα εκμετάλλευσης ανθρώπων από το οργανωμένο έγκλημα, αν μη τι άλλο, θα γίνει και πιο δυσχερής.
Χώρος εργασίας όπου επικρατεί διαφάνεια και ρύθμιση, είναι ένας ασφαλέστερος χώρος. Και για τους εργαζόμενους, και για το κοινωνικό σύνολο. Επειδή ακριβώς, όμως, δεν είναι η κάθε κοινωνία ίδια, δε θεωρώ πως ο δρόμος ρύθμισης θα πρέπει να είναι η αντιγραφή και υιοθέτηση ενός εκ των μοντέλων που υπάρχουν, όπως της Ολλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας ή το σκανδιναβικό. Οφείλουμε να συνθέσουμε στοιχεία ώστε να δημιουργήσουμε έναν άλλο δρόμο, που να ανταποκρίνεται στα δεδομένα και την πραγματικότητα της δικής μας κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα αλλά και τις συνθήκες που υφίστανται στην Ελλάδα, ώστε να βρεθούν λύσεις, εργασιακές και κοινωνικές. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί με δημόσιο διάλογο. Έναν διάλογο όπου θα συμμετέχουν όλοι, με τις ιδέες και τους προβληματισμούς τους. Κυριότερα, όμως, με έναν διάλογο ο οποίος θα έχει στο επίκεντρό του τους ίδιους τους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτόν τον χώρο.

 

4