Άρθρο στο περιοδικό "Βουλή και Ευρωβουλή"

της Μαρίας Γιαννακάκη 

"Η Ελληνική και η Ευρωπαϊκή Αυτοδιοίκηση την περίοδο της κρίσης: Κοινές αλλά και ασύμβατες πορείες" Η «Ευρώπη 2020» αποτελεί μια στοχευμένη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη με επιμέρους στόχους για την ενέργεια, την κοινωνική συνοχή, την εκπαίδευση, την παραγωγικότητα και την απασχόληση.

 

Οι βασικότεροι στόχοι είναι οι συνδυασμένες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις να φθάσουν στο 3% του ΑΕΠ της ΕΕ, η ανάπτυξη νέων πράσινων τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής, η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στην Ευρώπη, η εγγύηση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού και η διασφάλιση οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής.

 

Οι βασικοί συντελεστές για το σχεδιασμό των στρατηγικών στην «Ευρώπη 2020» θα πρέπει να είναι οι αυτοδιοικητικές αρχές όλων των βαθμίδων καθώς αυτές θα είναι που θα υλοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος από τα μέτρα, τις δράσεις και τα προγράμματα που θα επιλεγούν. Η οικονομική κρίση, όμως, έφερε στην επιφάνεια κρίσιμα προβλήματα χρέους, ύφεσης και ανεργίας με αποτέλεσμα να αποτυπώνονται δυσοίωνες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

 

Επιπρόσθετα, οι κυβερνήσεις προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την ουσιαστική μείωση των οικονομικών τους πόρων αναθέτουν και μεταθέτουν ολοένα και περισσότερα αιτήματα, υποχρεώσεις και διεκδικήσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων προς την Αυτοδιοίκηση. Η τάση, λοιπόν, συρρίκνωσης του κεντρικού κράτους σε συσχέτιση με την διογκούμενη οικονομική κρίση διαμορφώνουν αρνητικές επιδράσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

 

Η Ευρωπαϊκή Αυτοδιοίκηση βρίσκεται σε φάση μετάβασης και αναδιάταξης και εκπονεί πολιτικές για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έρχονται στο προσκήνιο και προκύπτουν από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον.

 

Σε πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ισχυρή δημόσια διοίκηση, η ανάληψη νέων ευθυνών και αρμοδιοτήτων από την Αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και θεσμοθέτηση νέων πόρων.

 

Επίσης, στις χώρες αυτές τα προγράμματα διοικητικών μεταρρυθμίσεων και χωροταξικών αναδιαρθρώσεων σχεδιάσθηκαν πριν από την κρίση με αποτέλεσμα να υλοποιούνται αρκετά χρόνια, να αξιολογούνται και να τροποποιούνται ανάλογα. Συνέπεια των προηγουμένων είναι το γεγονός ότι η κρίση μπορεί να επηρεάζει σημαντικά τους Αυτοδιοικητικούς Οργανισμούς στην Ευρώπη αλλά διαθέτουν όλες κείνες τις θεσμικές δυνατότητες και λειτουργίες ώστε να ανταπεξέλθουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της περιοχής τους.

 

Η Ελληνική Αυτοδιοίκηση αντιμετωπίζει κοινά προβλήματα με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα με εκείνες στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα της Ιρλανδίας με τη δραματική συρρίκνωση των κεντρικών πόρων προς τους Δήμους αλλά τελευταία και με την Ισπανία όπου μετά τη Βαλένθια και τη Μούρθια ήλθε και η σειρά της Καταλονίας, της πλουσιότερης περιοχή της Ισπανίας, να ζητήσει την υπαγωγή της στον μηχανισμό διάσωσης που έχει δημιουργηθεί από το κεντρικό κράτος.

 

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας διέρχεται ένα ιδιαίτερα κρίσιμο διάστημα όπου διακυβεύεται ο ουσιαστικός της ρόλος να συνεχίσει να ασκεί αποτελεσματικές πολιτικές προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Δυστυχώς, όμως, η περίοδος της κρίσης για τους ΟΤΑ στην Ελλάδα συνέπεσε χρονικά με την εφαρμογή ενός πολύ φιλόδοξου προγράμματος ριζικών αλλαγών στην αρχιτεκτονική της διοίκησης. Η υλοποίηση του Καλλικράτη δεν έχει ακόμη αποφέρει δείγματα ουσιαστικής βελτίωσης στην οργάνωση των Δήμων και προξενεί σημαντικές δυσλειτουργίες στην καθημερινότητα τους, ιδιαίτερα εκείνων της περιφέρειας. Η ελληνική αυτοδιοίκηση σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία διαθέτει μια μοναδική ευκαιρία για να υπερβεί τα συσσωρευμένα αδιέξοδα πολλών δεκαετιών: να διεκδικήσει δυναμικά την ουσιαστική αποκοπή της από την κεντρική εξουσία και να κατοχυρώσει την πολιτική, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια όπως και την αυθύπαρκτη λειτουργία της.

 

Η Τ.Α. δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται μόνο από τη διοικητικο-πολιτική της πλευρά αλλά, κυρίως, από την κοινωνική, αναπτυξιακή και συμμετοχική της διάσταση. Έτσι μόνο θα γίνει δυνατόν να ασκεί ουσιαστικές αρμοδιότητες και να σχεδιάζει πολιτικές ικανές να αλλάξουν το σημερινό τοπίο της κρίσης.

 

Η Ελληνική Αυτοδιοίκηση είναι σημαντικό να θέσει ως στρατηγικό στόχο ότι αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τα προβλήματα της κρίσης, παράλληλα να ασχοληθεί και με τις προοπτικές που ανοίγονται στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» επηρεάζοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές προτεραιότητες. Κλείνοντας, παραθέτουμε ένα σημείο από την πρόσφατη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόταση- μανιφέστο των Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα- Ρίμελιν για τη διαμόρφωση του εκλογικού προγράμματος του SPD στις επόμενες γερμανικές εκλογές που αναφέρεται στις ευθύνες για την κρίση αλλά αναδεικνύει και την ανάγκη ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών για την υπέρβασή της: «Αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη αποσταθεροποίηση οφείλεται εν πολλοίς στις “εκ των ενόντων” εφαρμοζόμενες στρατηγικές αντιμετώπισης της κρίσης, που μόλις τώρα άρχισαν να εγγίζουν το ζήτημα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών.

 

Το γεγονός είναι πως τα τελευταία χρόνια η κρίση αντιμετωπίστηκε με αποσπασματικότητα και προχειρότητα που το μόνο που πέτυχε είναι να χειροτερεύσει τα πράγματα, δείχνει πόσο απουσιάζει η πολιτική δημιουργικότητα.

 

Από την άλλη η ανάγκη για περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν πηγάζει μόνο από την τρέχουσα κρίση της ευρωζώνης, αλλά κι από την ανάγκη να παταχθούν οι κακοήθεις πρακτικές και το σκιώδες παράλληλο σύμπαν που έχουν οικοδομήσει κατά μήκος και πλάτος όλης της πραγματικής οικονομίας αγαθών και υπηρεσιών οι επενδυτικές τράπεζες και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Αυτό απαιτεί από τους πολιτικούς μας να ορθώσουν το ανάστημά τους και να αναλάβουν ξανά τον έλεγχο. 4.9.12 "Το ενεργειακό καλείται να αναθερμάνει τις Ελληνοαλβανικές σχέσεις" Έως τα τέλη Σπετεμβρίου έχει προγραμματιστεί επίσημη επίσκεψη του ΥΠΕΞ της Αλβανίας, κ. Έντμοντ Παναρίτι, στην Ελλάδα.

 

Η ατζέντα της συνάντησης δεν είναι ακόμη γνωστή, αλλά από τα δημοσιεύματα του Αλβανικού Τύπου και τα Δελτία Τύπου του Αλβανικού ΥΠΕΞ συμπεραίνουμε ότι θα είναι στην ουσία της, μονοθεματική: θα αφορά στον αγωγό ΤΑΡ, ο οποίος είναι κομβικής σημασίας για τη γείτονα, καθώς είναι η πρώτη της απόπειρα και ευκαιρία να εισέλθει στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη και να παίξει ένα σημαντικό ρόλο.

 

Ο αγωγός ΤΑΡ αφορά στην μεταφορά αερίου από το Αζερμπαϊτζάν και, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, θα ξεκινά από τα ελληνοτουρκικά σύνορα και θα καταλήγει στην Ιταλία μέσω Αλβανίας. Το ανταγωνιστικό σχέδιο είναι ο αγωγός «Ναμπούκο» που διέρχεται εκτός Ελλάδας, μέσω Τουρκίας και ανατολικών Βαλκανίων και καταλήγει στην Αυστρία.

 

Οι όποιες συμφωνίες πρέπει να συναφθούν εγκαίρως, προκειμένου το όλο εγχείρημα να μην τεθεί εν αμφιβόλω από την κοινοπραξία. Ήδη έχουν καταλήξει σε συμφωνία στενής συνεργασίας για την από κοινού υποστήριξη του έργου κατασκευής του νοτίου διαδρόμου μεταφοράς φυσικού αερίου, ο Ιταλός υφυπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, αρμόδιος για την ενέργεια, Κλαούντιο ντε Βιντσέντι και ο υφυπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Μάκης Παπαγεωργίου.

 

Σύμφωνα με δηλώσεις του κ. Παπαγεωργίου, Ελλάδα και Ιταλία βρίσκονται σε διαδικασία συνομιλιών και με την αλβανική κυβέρνηση για την υλοποίηση του έργου, που θα συμβάλει αποφασιστικά στην ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης και εξέφρασε την ελπίδα όλοι να δείξουν καλή διάθεση συνεργασίας, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Η συζήτηση αυτή όμως, αν και στο ουσιαστικό της μέρος προβλέπεται να εξελιχθεί σε πνεύμα συνεννόησης, σκιάζεται από σειρά ζητημάτων τα οποία βαραίνουν τις διμερείς σχέσεις. Η ακύρωση από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας της «Συμφωνίας για τα χωρικά ύδατα», που είχε υπογραφεί μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, απόρροια και των καταγγελιών της αντιπολίτευσης για «προδοσία και εθνική μειοδοσία» πάγωσε τις εκατέρωθεν σχέσεις.

 

Η Συμφωνία αυτή ήταν πολύ σημαντική για την Ελλάδα καθώς, μεταξύ των άλλων, δημιουργούσε προηγούμενο υπέρ των ελληνικών θέσεων στο Αιγαίο . Αυτός ήταν άλλωστε, και ο λόγος που, σύμφωνα με την τότε Υπουργό Εξωτερικών κ. Μπακογιάννη, υπήρξε επηρεασμός των Αλβανών δικαστών από την Άγκυρα.

 

Ο Υπουργός Εξωτερικών, κ. Αβραμόπουλος, κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή, δήλωσε ότι θα καταβληθεί προσπάθεια να ρυθμισθεί εκ νέου το ζήτημα της ΑΟΖ. Όμως το ζήτημα αυτό παραμένει πολύ ψηλά στην αντιπολιτευτική ρητορική όχι μόνο των εθνικιστών αλλά και του σοσιαλιστικού κόμματος έναντι της κεντροδεξιάς κυβέρνησης της Αλβανίας. Ήδη από τα τέλη Ιούλη διεξάγεται η απογραφή της μειονότητας στην Αλβανία, διαδικασία πολύ σημαντική καθώς η απόλαυση των δικαιωμάτων μίας μειονότητας εξαρτάται και από το πληθυσμιακό κριτήριο. Η απογραφή του μειονοτικού πληθυσμού μίας χώρας είναι αποκλειστική ευθύνης της χώρας και καθορίζεται από διεθνείς προδιαγραφές.

 

Η Αλβανία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε αυτή τη συμβατική της υποχρέωση, αφού με απόφαση της Βουλής δεν έγινε σεβαστό το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των ατόμων, όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση-πλαίσιο για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί προαπαιτούμενο ένταξης την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής.

 

Το σύνολο σχεδόν των μειονοτήτων (με ελάχιστες εξαιρέσεις) απείχε από την απογραφή και κατήγγειλε -προκαλώντας την αντίδραση του Συμβουλίου της Ευρώπης- την ποινικοποίηση, των λάθος απαντήσεων, όπου λάθος απαντήσεις εκλαμβάνονταν τα στοιχεία που δεν συνέπιπταν με τα αντίστοιχα των ληξιαρχείων.

 

Η απαγόρευση εισόδου στη χώρα μας, στις 19 Αυγούστου, του δημοσιογράφου Μαρίν Μέμα, γνωστού στην Αλβανία για τα ρεπορτάζ του για θέματα Τσάμηδων, την οποία ακολούθησε έντονη ρηματική διαμαρτυρία από πλευράς Αλβανικού ΥΠΕΞ δημιούργησε περαιτέρω αναστάτωση και πληθώρα δημοσιευμάτων. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η Αλβανία στηρίζει πολλά στην Ελληνική Προεδρία του 2014 και στην στήριξη της ευρωπαϊκής της πορείας. Επί Ελληνικής Προεδρίας, (το β’ εξάμηνο του 2003) καθορίστηκε η Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης (Δ.Σ.Σ.) που απετέλεσε το πλαίσιο, το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις της Ε.Ε. με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.

 

Ήδη το Υπουργείο Εξωτερικών, δια του εκπροσώπου Τύπου, έχει εκφράσει τη βούλησή του να αναζωογονήσει την ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων και να την αναδείξει ως μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της ελληνικής Προεδρίας και στοχεύει κατά τη διάρκειά της να πραγματοποιηθεί η πρώτη Σύνοδος Κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης Δυτικών Βαλκανίων μετά το 2003.