" Ήρθε η ώρα για την ενιαία φορολόγηση των επιχειρήσεων στην ΕΕ;" Άρθρο στο www.capital.gr.

 

Της Μαρίας Γιαννακάκη

Η ενιαία φορολόγηση των επιχειρήσεων ήταν και είναι ένας από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ενιαία φορολόγηση των νομικών προσώπων αποτελούσε ζητούμενο από την εποχή της δημιουργίας της ΟΝΕ. Οι λόγοι: Η ίση μεταχείριση των εταιρειών από τα κράτη-μέλη αλλά και η ενιαία φορολόγηση που θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.

Οι πρωτοβουλίες όμως της Επιτροπής ήταν και είναι αρκετά περιορισμένες και εφαρμόζονται ανά περίπτωση. Οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, που προέκυψαν κυρίως μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2000, λάμβαναν χώρα σε ένα περιβάλλον ανάπτυξης και ευημερίας, με αποτέλεσμα μία σημαντική καθυστέρηση. Στην παρούσα φάση, η γενικευμένη δημοσιονομική προσαρμογή αντιμετωπίζει δυσχέρειες λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και φοροαπαλλαγής, με αποτέλεσμα το κόστος να το επιβαρύνονται οι πολίτες των χωρών-μελών.

Σε μία προσπάθεια εντοπισμού των αιτιών των παραπάνω, καθοριστικός παράγοντας για αυτήν την αρνητική εξέλιξη είναι τόσο η ίδια η δομή της ΕΕ όσο και τα ιδεώδη που την διέπουν. Η δημιουργία της ενιαίας αγοράς χτίστηκε πάνω στις αρχές της ελευθερίας των κεφαλαίων, των ανθρώπων, των αγαθών και των υπηρεσιών.

Ανεξαρτήτως, ιδεολογικού προσανατολισμού, η ελευθερία διακίνησης των τεσσάρων προαναφερθέντων στοιχείων, μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα. Επιπλέον, σε θεωρητικό επίπεδο, υποδηλώνουν μία θεμελιακή αλλαγή για την ΕΕ, αφού την προσομοιάζουν σε μία ενιαία χώρα.

Ωστόσο, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τέθηκαν σε ισχύ οι τέσσερις αυτές ελευθερίες, είχαν καταναγκαστικό χαρακτήρα και δεν υπήρξε επαρκής θεμελίωση ούτως ώστε να αποφευχθούν κάποιες αρνητικές πτυχές. Επίσης, το θετικό οικονομικό κλίμα που ακολούθησε τη δημιουργία του ευρώ, δημιούργησε μία σχετική αδράνεια εκ μέρους της Επιτροπής και μία σχετική απροθυμία εκ μέρους των κρατών να προχωρήσουν στις απαραίτητες ενέργειες.

Με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης το 2008, η ανεπάρκεια στις φορολογικές δομές σε κοινοτικό επίπεδο, ήταν πασιφανής. Επιπροσθέτως, τα προγράμματα δημοσιονομικών προσαρμογών, που εφαρμόστηκαν κυρίως στις χώρες του Νότου και την Ιρλανδία, ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν λόγω της αδυναμίας των φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Φυσικά η περίπτωση κάθε χώρας παρουσιάζει τα δικά της χαρακτηριστικά. Οι περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Κύπρου διαφέρουν σημαντικά από την περίπτωση της Ελλάδας, αλλά σε όλες αυτές υπάρχει έντονο το χαρακτηριστικό του φαινομένου, ως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων.

Η απουσία ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για το θέμα, είχε ως αποτέλεσμα την παρατήρηση του φαινομένου "free-riding", όπου κάποιες χώρες χρησιμοποιούσαν χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και άλλα συναφή μέσα για να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια. Ενδεικτικά αναφέρεται η διαφορά του ΑΕΠ από το Ακαθάριστο Διαθέσιμο Εισόδημα, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί μία ένδειξη αναφορικά με την ύπαρξη θυγατρικών που μεταφέρουν ποσά που παράχθηκαν σε μία χώρα, στην μητρική εταιρεία που έχει έδρα στην αλλοδαπή. Στο διάστημα 2000-2012, ο μέσος όρος για την Ιρλανδία είναι 16,2% και για την Κύπρο 3,35%, όταν για τις υπόλοιπες χώρες ο δείκτης βρίσκεται κοντά στην μονάδα.

Εκτός όμως από τον ανταγωνισμό των κρατών, κάποιες επιχειρήσεις, εκμεταλλεύονται το ασαφές ή διακριτό φορολογικό καθεστώς των κρατών-μελών και φοροαποφεύγουν, αποκρύπτοντας κέρδη από τις φορολογικές αρχές. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της στρατηγικής, είναι η εκμετάλλευση του εθνικού κράτους με το πιο χαλαρό φορολογικό πλαίσιο. Προσανατολίζοντας την παραγωγή τους, τουλάχιστον εικονικά μέσω θυγατρικών, στην συγκεκριμένη χώρα, φορολογούνται χαμηλότερα, χωρίς να υπάρχει υστέρηση στις πωλήσεις.

Επίσης, η έλλειψη ενιαίου ευρωπαϊκού πληροφοριακού συστήματος για τον έλεγχο των διασυνοριακών συναλλαγών, δίνει ώθηση στο φαινόμενο "carousel", κατά το οποίο οι επιχειρήσεις εκδίδουν εικονικά τιμολόγια πωλήσεων σε άλλες χώρες, ενώ πωλούν τα προϊόντα τους εγχώρια, με αποτέλεσμα την μη καταβολή του ΦΠΑ στην χώρα στην οποία έχουν έδρα. Σε ακόμα πιο ακραίες περιπτώσεις παρατηρείται η διπλή μη φορολόγηση, με αποτέλεσμα η εταιρεία να μην φορολογείται σε καμία από τις δύο χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται. Να σημειωθεί ότι η έλλειψη ενός κοινοτικού φορολογικού μητρώου αποτελεί εμπόδιο και στην ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων εντός ΕΕ, ενώ η ελευθερία κίνησης κεφαλαίου σε συνδυασμό με τα ανομοιογενή φορολογικά καθεστώτα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία φορολόγησης μεγαλοκεφαλαιούχων υπό την απειλή μετακίνησης της περιουσίας τους σε χώρα με χαλαρότερο φορολογικό καθεστώς.

Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή των επιχειρήσεων, η οποία, βάσει στοιχείων της Επιτροπής, αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ ετησίως. Το ποσό είναι ιδιαιτέρως μεγάλο που συνεπάγεται την περαιτέρω επιβάρυνση των Ευρωπαίων πολιτών.

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, η Επιτροπή έχει αναλάβει, με μεγάλη καθυστέρηση, μια σειρά πρωτοβουλιών. Συγκεκριμένα προωθούνται μέτρα για την αντιστοίχιση των συναλλαγών σε διακρατικό επίπεδο, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η διπλή μη φορολόγηση, ενιαίο πληροφοριακό σύστημα για την επίτευξη αποτελεσματικού ελέγχου για τη φοροδιαφυγή, καθώς και η συνεργασία και ο συντονισμός με τρίτες χώρες που θεωρούνται κατεξοχήν "φορολογικοί παράδεισοι", όπως το Λίχτενσταϊν. Επιπλέον προωθείται ο συντονισμός σε θέματα φορολογικής πολιτικής των κρατών-μελών, αν και στο συγκεκριμένο ζήτημα, δεν αναμένονται σημαντικά αποτελέσματα λόγω της αρχής της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

Υπάρχει ανάγκη για την ευόδωση των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος αφορά τις υφιστάμενες συνθήκες όπου οι Ευρωπαίοι πολίτες καλούνται να επωμιστούν φορολογικά βάρη που δεν τους αναλογούν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει φορολογική ισότητα και δικαιοσύνη. Ο δεύτερος λόγος αφορά στο ρόλο της Επιτροπής στις Ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η διαχείριση της κρίσης σε διακρατικό επίπεδο την έχει περιορίσει σε επικουρικό θεσμό, με αποτέλεσμα να υπερτονίζονται τα εθνικά χαρακτηριστικά, που αποτελούν απειλή για την συνοχή της ευρωζώνης.

Η αντιστοίχηση των συναλλαγών σε διακρατικό επίπεδο, η χωρίς καθυστέρηση συμφωνία με τους «φορολογικούς παραδείσους» αλλά και ο συντονισμός των φορολογικών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο είναι από τα πιο σημαντικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν.

 

* Η κα Μαρία Γιαννακάκη είναι βουλευτής Β΄Περιφέρειας Πειραιά της ΔΗΜΑΡ

Πηγή:www.capital.gr

http://www.capital.gr/tax/News_tax.asp?id=1811982