70 χρόνια από την υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η 10η Δεκέμβρη, Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παραμένει η πιο αειθαλής και επίκαιρη Παγκόσμια Ημέρα.
Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα αποτελούν όχι μόνο αναπόσπαστο θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και συστατικό στοιχείο κάθε δημοκρατικής έννομης τάξης. Είναι καθολικά, αδιαίρετα και αναπαλλοτρίωτα. Είναι τα δικαιώματα που έχει ο καθένας εγγενώς ως άνθρωπος, ανεξάρτητα από τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, το φύλο, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό. Σε αυτά εδράζεται το Κράτος Δικαίου και από αυτά απορρέουν οι δημοκρατικές αξίες κάθε ευνομούμενης Πολιτείας, της οποίας πρωταρχική υποχρέωση είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Κοινωνίες που βάλλονται ποικιλοτρόπως από νέα δεδομένα, νέες προκλήσεις, ακόμη και καινοφανείς απειλές, καλούνται να διαφυλάξουν τον νομικό πολιτισμό τους, μέσω της απαρέγκλιτης προστασίας και επικαιροποίησης της θεσμικής κατοχύρωσης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και παράλληλα, μέσω της απόρριψης του πολιτικού κυνισμού και σκεπτικισμού.
Στη χώρα μας η οποία εξέρχεται από μια βαθιά κρίση που έπληξε βάναυσα τα δικαιώματα σε πολλά επίπεδα, προσπαθούμε, κάτω από αντίξοες συνθήκες και με πολυδιάστατο αγώνα, να διασφαλίσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα σε κάθε τους έκφανση για κάθε μειοψηφία, για κάθε ευάλωτη ομάδα, πολλές εκ των οποίων ήταν αόρατες μέχρι σήμερα.
Διορθώσαμε χρόνιες αδικίες για ομάδες συμπολιτών μας, θέσαμε στον δημόσιο διάλογο ζητήματα που μέχρι σήμερα θεωρούνταν ταμπού, θωρακίζουμε θεσμικά το νομικό μας πλαίσιο, ώστε να τοποθετούμαστε, πλέον, με υπερηφάνεια, αλλά και με διάθεση αυτοκριτικής, ενώπιον των Διεθνών Οργάνων Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως ισότιμοι συνομιλητές και όχι ως παρίες της Διεθνούς Κοινότητας.
Αποδεικνύουμε έμπρακτα, πως αυτό που απουσίαζε ώστε να κατοχυρωθούν θεσμικά αναπαλλοτρίωτα και οικουμενικά δικαιώματα, ήταν η πολιτική βούληση.
Η αλληλεγγύη, τα ίσα μέτρα και σταθμά, ο σεβασμός, η εμπέδωση και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων, δεν αποτελούν πολυτέλεια και δεν είναι επιλογή. Είναι μια συμβατική υποχρέωση ενός Κράτους Δικαίου και αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής μας ύπαρξης και ύψιστη δημοκρατική υποχρέωση, χωρίς εκπτώσεις και αστερίσκους.
Οφείλουμε όλοι να υπερασπιζόμαστε τα δικά μας δικαιώματα αλλά και τα δικαιώματα των άλλων. Και ακριβώς επειδή ο αγώνας για τη διαφύλαξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορεί παρά να είναι αέναος και να συνεχίζεται όσο εξελίσσονται οι κοινωνίες, όσο υπάρχει ο Άνθρωπος, αυτή η Ημέρα θα παραμένει για πάντα επίκαιρη για να μας θυμίζει όσα μένει ακόμη να κάνουμε μέχρι την πλήρη απόλαυση των Δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου που διαβιεί στη χώρα μας, μέχρι την τελική χειραφέτηση της κοινωνίας.
Δυστυχώς, ανειλημμένη υπηρεσιακή υποχρέωση στο εξωτερικό με κρατά μακριά από το φετινό Athens Pride, και «σπάει» τη συνεχή παρουσία μου σε αυτό, για την οποία είμαι εξαιρετικά υπερήφανη, διότι αριθμεί πολλά χρόνια, ακόμη και "before it was cool", σε εποχές που η συζήτηση για τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα θεωρούνταν σχεδόν περιθωριακή.
Πέρυσι, ακριβώς τέτοιον καιρό, μετά την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια και τον Νόμο για την Ίση Μεταχείριση, πλησίαζε η λήξη της Δημόσιας Διαβούλευσης του νομοσχεδίου για τη Νομική Αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου. Ένα νομοσχέδιο που πλέον είναι Νόμος του κράτους, μια οφειλόμενη από την Πολιτεία θεσμική θωράκιση που πυροδότησε για μια ακόμη φορά τις αντιδράσεις κέντρων ακραίου συντηρητισμού. Χρησιμοποιήθηκε λόγος ακραίος, ρατσιστικός, και δυστυχώς, τόσο οικείος στα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Όμως τέτοιου είδους αντιδράσεις δεν αποτρέπουν την Κυβέρνηση από το να υλοποιεί την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, που είναι να προστατεύει και να κατοχυρώνει τα δικαιώματα όλων, χωρίς καμία διάκριση. Φέτος, κυρώθηκε η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, με την οποία επεκτάθηκε ο νόμος για την ενδοοικογενειακή βία και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Ο δημόσιος διάλογος έχει πλέον ανοίξει για τα καλά. Και αυτή τη φορά, όχι εκ του ασφαλούς και ανέξοδα. Έχει ανοίξει σε επίπεδο δημόσιας διαβούλευσης, σε επίπεδο θεσμικό, σε επίπεδο πολιτικής. Συζητήσεις που γίνονταν ως επί το πλείστον στο περιθώριο, έχουν μπει στα σπίτια της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια, με αφορμή νομοθετικές πρωτοβουλίες, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος: το κοινωνικό, η ορατότητα. Και αυτή η έκθεση στο διάλογο, η ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, βρίσκεται ακόμη στην αρχή της και θα συνεχίσει να επεκτείνεται, στον καθημερινό αγώνα για πλήρη ισότητα, απελευθέρωση και χειραφέτηση της κοινωνίας.
69 χρόνια μετά την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η 10η Δεκέμβρη, Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παραμένει η πιο αειθαλής και επίκαιρη Παγκόσμια Ημέρα.
Κοινωνίες που βάλλονται ποικιλοτρόπως από νέα δεδομένα, νέες προκλήσεις, ακόμη και καινοφανείς απειλές, καλούνται να διαφυλάξουν τον νομικό πολιτισμό τους, μέσω της απαρέγκλιτης προστασίας και επικαιροποίησης της θεσμικής κατοχύρωσης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και παράλληλα, μέσω της απόρριψης του πολιτικού κυνισμού και σκεπτικισμού.
Στη χώρα μας η οποία εξέρχεται από μια βαθιά κρίση που έπληξε βάναυσα τα δικαιώματα σε πολλά επίπεδα, προσπαθούμε, κάτω από αντίξοες συνθήκες και με πολυδιάστατο αγώνα, να διασφαλίσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα σε κάθε τους έκφανση για κάθε μειοψηφία, για κάθε ευάλωτη ομάδα, πολλές εκ των οποίων ήταν αόρατες μέχρι σήμερα.
Διορθώσαμε χρόνιες αδικίες για ομάδες συμπολιτών μας, θέσαμε στον δημόσιο διάλογο ζητήματα που μέχρι σήμερα θεωρούνταν ταμπού, θωρακίζουμε θεσμικά το νομικό μας πλαίσιο, ώστε να τοποθετούμαστε, πλέον, με υπερηφάνεια, αλλά και με διάθεση αυτοκριτικής, ενώπιον των Διεθνών Οργάνων Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως ισότιμοι συνομιλητές και όχι ως παρίες της Διεθνούς Κοινότητας.
Αποδεικνύουμε έμπρακτα, πως αυτό που απουσίαζε ώστε να κατοχυρωθούν θεσμικά αναπαλλοτρίωτα και οικουμενικά δικαιώματα, ήταν η πολιτική βούληση.
Η αλληλεγγύη, τα ίσα μέτρα και σταθμά, ο σεβασμός, η εμπέδωση και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων, δεν αποτελεί πολυτέλεια και δεν είναι επιλογή.
Είναι μια συμβατική υποχρέωση ενός Κράτους Δικαίου και αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής μας ύπαρξης και ύψιστη δημοκρατική υποχρέωση, χωρίς εκπτώσεις και αστερίσκους.
Και ακριβώς επειδή ο αγώνας για τη διαφύλαξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορεί παρά να είναι αέναος και θα συνεχίζεται όσο εξελίσσονται οι κοινωνίες, όσο υπάρχει ο Άνθρωπος, αυτή η Ημέρα θα παραμένει για πάντα επίκαιρη για να μας θυμίζει όσα μένει ακόμη να κάνουμε μέχρι την πλήρη απόλαυση των Δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου που διαβιεί στη χώρα μας, μέχρι την τελική χειραφέτηση της κοινωνίας.
Με την ευκαιρία της 3ης Δεκέμβρη, Εθνικής και Παγκόσμιας Ημέρας των Ατόμων με Αναπηρίες, η Γ.Γ. Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κα Μαρία Γιαννακάκη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Η ισότητα και η προστασία κατά των διακρίσεων αποτελεί θεμελιώδη αρχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των προσώπων. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αξίας χωρίς καμία διάκριση βάσει οποιουδήποτε ατομικού χαρακτηριστικού, όπως η αναπηρία, καθώς και η θεσμική κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελούν αξίες άρρηκτα συνυφασμένες με τις αρχές του Κράτους Δικαίου και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος κάθε χώρας, και ως εκ τούτου αποτελούν προτεραιότητα της Ελληνικής Πολιτείας.
Θεωρητικά, τα άτομα με αναπηρίες απολαμβάνουν την προστασία και τα δικαιώματα του Ανθρώπου που κατοχυρώνονται στο διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το πραγματικό αλλά το ιδεώδες. Η διακριτική μεταχείριση των ατόμων με αναπηρίες παραμένει καθημερινή πραγματικότητα, από τις πιο ορατές μορφές της (όπως η ιδρυματοποίηση) έως τις πιο αόρατες (όπως η ύπαρξη κοινωνικών εμποδίων), με αποτέλεσμα τον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων με αναπηρίες.
Το 2006 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ψήφισε τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες καθώς και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο που τη συνοδεύει, καλώντας τα συμβαλλόμενα κράτη να αναλάβουν δράσεις για την εξάλειψη των διακρίσεων λόγω αναπηρίας. Η Σύμβαση αποτυπώνει με νομικά δεσμευτικό τρόπο την αλλαγή παραδείγματος στα θέματα αναπηρίας, σηματοδοτεί δηλαδή τη μετάβαση από το ιατρικό στο κοινωνικό μοντέλο και την οριστική αποδοχή και υιοθέτηση της δικαιωματικής προσέγγισης για την αναπηρία.
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο με τον ν.4074/2012. Ως εκ τούτου, καλείται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κύρωση και να ανταποκριθεί στη διπλή πρόκληση της προσαρμογής του περιβάλλοντος και της έννομης τάξης, σε εναρμόνιση με τη Σύμβαση.
Πέντε χρόνια μετά, η υλοποίηση της υποχρέωσης δρομολογείται με τον πρόσφατα ψηφισθέντα ν.4488/2017, ο οποίος συνιστά ορόσημο στην ελληνική νομοθεσία και αποφασιστικό βήμα στην αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών με αναπηρίες και την κατάρριψη των προκαταλήψεων. Ο ν.4488/2017 αφορά στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων για την εξειδίκευση και προσαρμογή της Σύμβασης σε εθνικό επίπεδο και συγκεκριμένα για την καταπολέμηση του θεσμικού ρατσισμού και της ανεμπόδιστης συμμετοχής των ατόμων με αναπηρίες σε όλες τις πτυχές της ζωής και της καθημερινότητάς τους.
Επίσης, ο ν.4488/2017 περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης, βάσει των οποίων ο Υπουργός Επικρατείας ορίζεται ως Συντονιστικός Μηχανισμός στην Κυβέρνηση, η Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται ως Κεντρικό Σημείο Αναφοράς , ενώ, σε κάθε Υπουργείο, Περιφέρεια και Δήμο ορίζονται Επιμέρους Σημεία Αναφοράς για την παρακολούθηση υλοποίησης των υιοθετούμενων, κατ' εφαρμογή της Σύμβασης, δημόσιων πολιτικών σε όλα τα επίπεδα διοίκησης.
Η παραπάνω κυβερνητική επιλογή, όσον αφορά την εθνική εφαρμογή και παρακολούθηση της Σύμβασης, σηματοδοτεί την αναγνώριση της αναγκαιότητας ένταξης της διάστασης της αναπηρίας σε όλα τα πεδία πολιτικής καθώς, επίσης, και της αντιμετώπισης του διαχρονικού δομικού ελλείμματος στον συντονισμό των δημόσιων πολιτικών στα θέματα αναπηρίας. Σκοπός είναι η διαμόρφωση συγκροτημένης και συνεκτικής εθνικής πολιτικής για την προώθηση και την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης, η οποία, αναμφίβολα, απαιτεί μία πολυτομεακή και συντονισμένη προσπάθεια της Ελληνικής Διοίκησης.
Η Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο πλαίσιο του νέου της ρόλου, ως Κεντρικού Σημείου Αναφοράς για θέματα σχετιζόμενα με την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, έχει αναλάβει νέες αρμοδιότητες που αφορούν:
την υποδοχή και τον χειρισμό ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής της Σύμβασης σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο,
τη συνεργασία με τα Επιμέρους Σημεία Αναφοράς που ορίζονται σε κάθε Υπουργείο, Περιφέρεια και Δήμο,
τη διασύνδεση με το Πλαίσιο Προαγωγής της Σύμβασης, ήτοι τον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος τελεί σε συνεργασία με την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία,
τη διαβούλευση με αναγνωρισμένες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του αναπηρικού κινήματος, με άτομα και με ομάδες ατόμων, οργανωμένες ή μη που έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες,
την παροχή ενημέρωσης και κατευθύνσεων για θέματα σχετικά με τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες,
την εκπόνηση και υποβολή στη Βουλή Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Άτομα με Αναπηρίες,
τη σύνταξη και υποβολή στην Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες των Ηνωμένων Εθνών των προβλεπόμενων από τη Σύμβαση εκθέσεων.
Για την Ελληνική Πολιτεία, το ζήτημα αναπηρίας είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο σεβασμός και η προστασία των οποίων είναι στοιχείο της πολιτικής μας ταυτότητας και εκφράζεται με την πολιτική βούληση της κυβέρνησης να δημιουργηθεί ένα πλέγμα προστασίας, μέσω ενός ολιστικού σχεδίου, οριζόντιου, διυπουργικού και διεπιστημονικού, που δεν αντιμετωπίζει το Άτομο με Αναπηρία ως αντικείμενο φιλανθρωπίας αλλά ως υποκείμενο δικαιωμάτων, όπως άλλωστε επιτάσσει και το Σύνταγμα.