Ομιλία για το προσφυγικό (ΔΣΠ, 29 Μάρτη 2016)

Οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι φαινόμενο σύμφυτο με την ιστορία του ανθρώπου. Μάλιστα, μου αρέσει να λέω ότι η πρώτη μετανάστρια στην ιστορία ήταν η γυναίκα που ήρθε από την Αφρική και κουβαλούσε στην κοιλιά της τον πρώτο άνθρωπο. Εκλαμβάνονται ως πρόβλημα τους 3 τελευταίους αιώνες που τα έθνη- κράτη στηρίχτηκαν πάνω στην Αρχή της καθαρότητας.

Στην Ελλάδα η μετανάστευση μέχρι το 1989 ήταν εντελώς περιφερειακό φαινόμενο, όπως φαίνεται και από την απογραφή 1981 και τον πολύ περιορισμένο αριθμό αλλοδαπών διαμενόντων στη χώρα μας. Ήταν απόρροια, κυρίως, διακρατικών σχέσεων και συμφωνιών, και αφορούσαν σε πολύ συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες. Σε αυτό το σημείο θυμίζω τις συμφωνίες της 7ετίας με Πακιστάν για εργαζόμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος.


Μετά το 1991 και τις αλλαγές που συνέβησαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς ανέτοιμη κοινωνικά και νομοθετικά να υποδεχθεί τα μεταναστευτικά κύματα.


Η πρώτη νομοθετική απόπειρα να αντιμετωπιστεί η νέα πραγματικότητα είναι ο καθορισμός του καθεστώτος του «ομογενούς» και αυτό είναι μία ακόμη ελληνική μοναδικότητα παγκοσμίως. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει ανάλογη νομοθετική ρύθμιση. Όλες αυτές οι διατάξεις αποπνέουν την επικρατούσα άποψη ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν έρθει στην Ελλάδα για να εργαστούν κάποια χρόνια και θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους.


Ο Νόμος 3838/2010 για την ιθαγένεια είναι η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να ρυθμιστούν τα θέματα που προέκυψαν από την εγκατάσταση αλλοδαπών στη χώρα μας. Μια βασική καινοτομία του και η τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αποτέλεσε η καθιέρωση ιδιαιτέρων διαδικασιών κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών, τη λεγόμενη «δεύτερη γενιά».

Κάθε χώρα είναι πολύ διστακτική να παραχωρήσει την ιδιότητα του πολίτη στον «ξένο». Θυμίζω το άρθρο του Γεώργιου Βλάχου, τον Ιούλιο του 1928, το οποίο αναφερόταν στους πρόσφυγες του 1922. Σε αυτό έλεγε: «Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα».

Όποτε διευρύνεται η πολιτική κοινότητα (δικαίωμα ψήφου σε Εβραίους, γυναίκες κλπ), υπάρχουν μερίδες που αντιδρούν στο άνοιγμα αυτό. Απλά το πρόσωπο του Άλλου αλλάζει κατά περίσταση και ιστορική συγκυρία.


Κάθε χώρα έχει ακολουθήσει διαφορετική μεταναστευτική πολιτική:


Μεγάλη Βρετανία: χορηγεί σε διαφορετικά στάδια και διαφορετικές περιπτώσεις, τα κριτήρια των οποίων δεν είναι ούτε σταθερά ούτε απολύτως σαφή. Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα ιθαγένειας και διαφοροποιεί την πολιτική της και ανάλογα με τη σχέση που έχουν οι αιτούντες με την Βρετανική Κοινοπολιτεία.


Γαλλία: μέχρι πρότινος η Γαλλία ήταν η χώρα που ακολουθούσε αυτό που ονομάζω επιδοματική μεταναστευτική πολιτική. Χορηγούσε την ιθαγένεια ως στοιχείο ένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης, και παρέχοντας επιδόματα ουσιαστικά τους απομόνωνε κοινωνικά, στοιβάζοντάς τους στα προάστια. Αποτέλεσμα; Τα γεγονότα του Νοέμβρη του 2005.


Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει η Γερμανία, μία χώρα που στήριζε τη χορήγηση ιθαγένειας στο δίκαιο του αίματος, όπως και η Ελλάδα με την τροποποίηση του νόμου το 1999.

Δίκαιο αίματος υπάρχει σε όλα τα κράτη. Αυτό που σηματοδοτεί την προοδευτικότητα είναι το μείγμα του με το δίκαιο του εδάφους, τις Αρχές του ανθρωπισμού και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο η απονομή υπηκοότητας δεν αρκεί για την ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία. Αν δεν υπάρξει μεταναστευτική πολιτική και οργανωμένο και εμπνευσμένο πλέγμα πολιτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης, η ιθαγένεια παραμένει ένα χαρτί στο συρτάρι. Μην ξεχνάμε ότι τα επεισόδια στα γκέτο των γαλλικών πόλεων έγιναν από Γάλλους πολίτες, όπως Βρετανοί πολίτες ήταν και αυτοί που έκαναν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Λονδίνο.


Η πολιτική του zero migration που είχε ως στόχο η Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια αποδείχθηκε μία φενάκη και αυτό καταδεικνύεται από την υπογραφή του «Ευρωπαϊκού Συμφώνου Μετανάστευσης και Προσφύγων» το 2008, το οποίο εκπονήθηκε από συντηρητικές κυβερνήσεις όπως αυτές των Μέρκελ, Σαρκοζύ.

Μεταξύ των άλλων, στο Σύμφωνο υπάρχει η παραδοχή ότι μέχρι το 2050 η γερασμένη Ευρώπη θα χρειαστεί 40 εκ. μετανάστες. Βέβαια, έχει σαφή κριτήρια επιλογής και χαρακτηριστικών αυτών, είναι οι μετανάστες που φαντασιώνεται η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, άρα ουσιαστικά μιλά για «πορρώδη» σύνορα (ούτε κλειστά ούτε ανοικτά). Το πιο ενδιαφέρον σημείο βέβαια, το οποίο δεν κατέστη δυνατό να το εκμεταλλευτεί τότε η κυβέρνηση και το οποίο θα πρέπει, το έχω πει πολλές φορές, να το αναδεικνύει η ελληνική πλευρά, είναι ότι κάνει λόγο για ενιαία πολιτική ασύλου: όμως αυτό λογικά και νομικά έρχεται σε αντίθεση με την ύπαρξη του Δουβλίνο ΙΙ. Άρα κάθε τέτοια συζήτηση, η οποία είναι ουσιαστική και χρήσιμη, απαιτεί προηγούμενη κατάργησή του.

Βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη προσφυγική και μεταναστευτική κρίση από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η οποία πλαισιώνεται από την πιο δεινή οικονομική κρίση.

Βρισκόμαστε στην αρχή και όχι στην κορύφωση της προσφυγικής κρίσης: Η απειλή, που πλέον είναι πραγματικότητα, για κλείσιμο των συνόρων, επιτάχυνε τις εξελίξεις. Το 1,5 εκ. Σύρων που ζει στο Λίβανο, το 1 στην Ιορδανία και τα 2,5 στην Τουρκία φανερώνουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ταξικότητα της προσφυγιάς. Και φυσικά όλα εξαρτώνται από τις διεθνείς εξελίξεις και το τι μέλλει γενέσθαι, όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.

Η ελληνική κυβέρνηση, δέσμια των αδυναμιών της, τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, ανίκανη να τις προβλέψει και να τις συνδιαμορφώσει. Τα προβλήματα δεν προκύπτουν μόνο από τον διαγκωνισμό των συναρμόδιων Υπουργείων και Δομών, αυτό είναι σύνηθες και σε πολιτικό επίπεδο κατανοητό. Ευνοείται και από την αδυναμία συντονισμού και διαχείρισης από το ίδιο το Μαξίμου.

Η Ελλάδα αδυνατεί να αναδείξει τις αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανταποκριθεί στα υπεσχημένα, είτε πρόκειται για θέσεις υποδοχής, είτε για υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό. Ενοχοποιημένη από τα μεγάλα λάθη της διαχείρισης της κρίσης και τις παλινωδίες των τελευταίων χρόνων, αποδέχεται το ρόλο του φταίχτη και του αδύναμου παίχτη και δε μιλά για την κρίση αλληλεγγύης της Ένωσης, την αδυναμία της να εφαρμόσει την συμπεφωνημένη πολιτική της Επιτροπής και όχι τις Εθνικές πολιτικές και να καταγγείλει την καταστρατήγηση των Διεθνών Συνθηκών: από τις 27 χώρες της Ένωσης και τις 80.000 θέσεις μετεγκατάστασης που συμφωνήθηκαν τον Οκτώβρη, μόνο τρεις χώρες έχουν ανταποκριθεί δίνοντας μόλις 2.000 θέσεις. Αντιθέτως, χώρες εμφανίζονται περίσσια πρόθυμες να στείλουν στρατό και αστυνομία, για να κλείσουν σύνορα τρίτης χώρας με κράτος-μέλος...

Η κυβέρνηση συμφώνησε σε μαζικές επαναπροωθήσεις. Ας είμαστε ξεκάθαροι: μαζικές επαναπροωθήσεις είναι απαράδεκτες, πρώτον, γιατί το άσυλο κρίνεται επί προσωπικής βάσης και όχι βάσει εθνικότητας, και δεύτερον, γιατί αποτελεί ευθεία παραβίαση των συνθηκών, αφού αποτελεί παρεμπόδιση στο άσυλο που προστατεύεται από τη Συνθήκη της Γενεύης και το συμπληρωματικό πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης. Το ίδιο ισχύει και για τις περίφημες ευθύνες της Τουρκίας να συγκρατήσει τις προσφυγικές ροές εντός του εδάφους της: από πότε η Ευρώπη της Δημοκρατίας και των Δικαιωμάτων ορίζει ρυθμιστή μία χώρα, την οποία η ίδια με αλλεπάλληλες Εκθέσεις των Οργανισμών και Οργάνων της αφήνει μετεξεταστέα στα θέματα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων; Γιατί υπακούουμε στη φαντασίωση της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ ότι ο πρόσφυγας οφείλει να παραμείνει σε μέρος που δεν είναι της επιλογής του;

Αναφορικά με την εμπλοκή του ΝΑΤΟ, είναι φυσικά πλέον ηλίου φαεινότερον πως η Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική και Πολιτική Άμυνας έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, αν ποτέ τα καταφέρει, προκειμένου να είναι σε θέση να διαχειρίζεται με ίδιες δυνάμεις τις κρίσεις της. Όσο η ευρωπαϊκή ενοποίηση εξαντλείται σε μονεταριστικές πολιτικές και οπισθοχωρεί σε θέματα πολιτικής ενοποίησης, θα προστρέχει στις Ατλαντικές δομές και θα δικαιώνει τους επικριτές της.

Αναφορικά με τα Κέντρα Μετεγκατάστασης ή προσωρινής παραμονής, τα οποία μερικές τοπικές κοινωνίες αρνούνται, εθισμένες στη νοοτροπία του μακριά από την αυλή μου: αν δικαιώσουν και επαληθεύσουν τον τίτλο τους, είναι απαραίτητα και χρήσιμα. Αν όμως, μετατραπούν σε κέντρα τύπου Αμυγδαλέζας, -αρνούμαι ακόμη και να σχολιάσω τις υποψίες για υπόγειες συνδιαλλαγές για μακρόχρονη «φιλοξενία» έναντι ευνοϊκής μεταχείρισης του χρέους-, θα βρουν απέναντι όλους εμάς που καταγγέλλαμε αυτά τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο αναβαθμισμένος ρόλος του Υπουργείου Άμυνας, συνοδευόμενος και επισήμως πλέον από την τροπολογία που πέρασε από τη Βουλή και την αντίστοιχη ΚΥΑ κατόπιν και πρακτικά δίνει απεριόριστες αρμοδιότητες στον στρατό κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης αναφορικά με τη διαχείριση του ζητήματος, μας γεμίζει ερωτηματικά και όσο αυτά δεν απαντώνται πειστικά από την κυβέρνηση, τα ερωτηματικά θα γίνονται έντονη ανησυχία: το κοινωνικό έργο του στρατού οφείλει να περιοριστεί στα ζητήματα υποδομών και logistics: δεν μπορεί τα Κέντρα αυτά να φρουρούνται από στρατό, ούτε να προΐσταται των Δομών στρατιωτικός, όταν επιτόπου επιχειρούν ΜΚΟ και Διεθνείς Οργανισμοί. Και δεν μπορούμε να πορευόμαστε με την ελπίδα πως ο εκάστοτε αξιωματικός, υπεύθυνος για το ένα ή το άλλο Κέντρο, θα φανεί να κατέχει το γνωστό ελληνικό «φιλότιμο», ή θα έχει αυξημένες κοινωνικές ευαισθησίες για ένα τόσο λεπτό θέμα, αντί να παραμένει προσκολλημένος στην πιστή εκτέλεση διαταγών, όποιες κι αν αυτές προκύψουν να είναι στο εγγύς ή μεσοπρόθεσμο μέλλον. Τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων δεν έχουν εκπαίδευση για τέτοια εκτεταμένη σε χώρο, χρόνο, προσωπικό και αρμοδιότητες εμπλοκή σε θέματα ανθρωπιστικής κρίσης και μάλιστα εκτάκτου ανάγκης και κυρίως, σε μια Δημοκρατία με τα πολιτειακά χαρακτηριστικά της δική μας, δεν πρέπει να έχουν. Αποτελεί θεσμική εκτροπή και –κινδυνεύοντας να κατηγορηθώ για «αριστερές εμμονές»- το έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά στο παρελθόν.

Σε κάθε περίπτωση, η στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού γυρίζει την Ευρώπη στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Μόνο μεγάλο προβληματισμό μπορεί να δημιουργήσει η εικόνα μερικών χιλιάδων προσφύγων και η αναμενόμενη αντίδρασή τους, όταν διαπιστώσουν πως είναι επ΄ αόριστον έγκλειστοι υπό καθεστώς ενός ιδιότυπου στρατωνισμού – κράτησης. Ειδικά τώρα, που επί της ουσίας τα σύνορα έχουν ήδη κλείσει και η απόγνωση των προσφύγων μεγαλώνει, και το αίσθημα αυτό, με τον καιρό, μοιραία θα κλιμακώνεται, με τις ανάλογες αντιδράσεις. Αντιδράσεις όμως που ήδη υπάρχουν από ορισμένες τοπικές κοινωνίες και με νέες να ξεσπούν, με την «ενθάρρυνση», φυσικά, και της ΧΑ. Φανταστείτε λοιπόν στο εγγύς μέλλον, ένα αλαλάζον πλήθος έξω από ένα τέτοιο Κέντρο, μέσα στο οποίο καταλύουν απεγνωσμένοι πρόσφυγες, και ανάμεσά τους, ο στρατός να τους χωρίζει. Αν πιστεύουμε πως ο στρατός (ο ίδιος στρατός που δεν μπορεί ή δεν έχει διάθεση να λύσει έστω τις παθογένειες και ανισότητες μέσα στους κόλπους του) πρέπει να έχει έναν τέτοιο εκτεταμένο ρόλο εντός της ελληνικής επικράτειας για ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα (από πάρα πολλές απόψεις, αλλά ας μην επεκταθώ), μάλλον βαδίζουμε σε επικίνδυνα μονοπάτια.

Επίσης, δεν μπορούμε να παίρνουμε τη θετική στάση μιας τοπικής κοινωνίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως επ΄ άπειρον δεδομένη, σε περίπτωση μη τήρησης του αρχικού σχεδίου περί σύντομης παραμονής των ανθρώπων αυτών στα Κέντρα, αλλά μετατροπής του σε μια ημιμόνιμη κατάσταση με άγνωστη κατάληξη, και μάλιστα τηρουμένων όλων των μέτρων στρατιωτικής ασφάλειας, με την εικόνα που αυτό δίνει για τη μεταχείριση προσφύγων αλλά και όλων των μη ένστολων, εθελοντών και άλλων, που σπεύδουν σε βοήθεια.

Είναι η ντροπή της Ευρώπης όταν η ορολογία που χρησιμοποιούμε για τους πρόσφυγες προσομοιάζει με αυτή που χρησιμοποιούμε για τα απορρίμματα. Διαβάζουμε συνέντευξη του Όγκεν Φρόιντ, αυστριακού σοσιαλδημοκράτη ευρωβουλευτή, με τίτλο «Όποιος δεν θέλει πρόσφυγες να πληρώσει». Διαβάζουμε δηλώσεις του δημάρχου Αθηναίων, Γ. Καμίνη «Καθαρίσαμε την Πλατεία Βικτωρίας».


Είναι η ντροπή της Ελλάδας, η οποία, και χωρίς να παραβλέπω τις νομικές και τεχνικές δυσκολίες, εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες της Ειδομένης χρησιμοποιώντας τους ως μέσο πίεσης στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Είναι ντροπή της Ευρώπης το πόσο μοιάζουν οι συζητήσεις των Συνόδων για το προσφυγικό με τις αντίστοιχες της Διάσκεψης του Εβιάν το 1938, που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα, αυτόν τον παραλογισμό της ιστορίας.

Δε θα κουραστώ να το λέω: η λύση στο προσφυγικό είναι η εξασφάλιση ασφαλούς διόδου από την Τουρκία στην Ευρώπη. Φαντάζει υποκριτικό να μιλάς για αυτούς που χάνουν τη ζωή τους στο Αιγαίο, όταν δε θέλεις να ακούσεις για κατάργηση της Οδηγίας 2001/51/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ουσιαστικά υποβάλλει τους πρόσφυγες σε ένα τεστ επιβίωσης στο οποίο θα αναδειχθεί νικητής ο πιο νέος, ο πιο υγιής, ο πιο δυνατός, ο πιο πλούσιος. Όπως είναι υποκριτικό να κλείνεις τα μάτια στην ύπαρξη του φράχτη στον Έβρο, τον οποίο ως αντιπολίτευση, και ορθώς, ονόμαζες μνημείο αναλγησίας.

Αποτελεί επιτακτική ανάγκη η θεσμοθέτηση κοινού μηχανισμού ευρωπαϊκού ασύλου, κάτι το οποίο, φυσικά, απαιτεί προηγούμενη κατάργηση του Δουβλίνο ΙΙ.

Αυτό που συμβαίνει στο Αιγαίο δεν είναι τραγωδία: τραγωδία είναι μία φυσική καταστροφή που προκαλεί δεκάδες χιλιάδες θύματα. Αυτό που συμβαίνει στο Αιγαίο είναι το χρονικό πολλών προαναγγελθέντων θανάτων, που φέρουν την υπογραφή της πολιτισμένης Ευρώπης του Διαφωτισμού.

Όσο και οι τελευταίες δίοδοι κλείνουν, οι ροές θα πυκνώνουν, καθώς όλοι θα προσπαθούν να αδράξουν την τελευταία ευκαιρία να περάσουν απέναντι και οι λαθροδιακινητές θα τρίβουν τα χέρια τους.

received 1033830940043799