Ομιλία στην εκδήλωση του Συμβουλίου Ένταξης Μεταναστών Δήμου Κορυδαλλού με θέμα την απόδοση Ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών

Ποια ιθαγένεια 1-4-2013 251Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δήμαρχο Κορυδαλλού, κ. Κασιμάτη, όπως και τον Εντεταλμένο Σύμβουλό για Θέματα Παιδείας και πρόεδρο του Συμβουλίου Ένταξης Μεταναστών, κ. Μακρυνό, για την θαυμάσια αυτή πρωτοβουλία η οποία άπτεται του σκληρού πυρήνα της Δημοκρατίας και του σεβασμού των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ας ξεκινήσουμε ξεκαθαρίζοντας μια σύγχυση που είναι προφανής ήδη από το 2010 και η οποία δεν είναι καθόλου αθώα: αυτή που ισχυρίζεται ότι άλλο πράγμα "ιθαγένεια" και άλλο "υπηκοότητας". Ότι υπάρχουν διαφορές. "η ιθαγένεια δεν δίνεται, την έχεις" ενώ "η υπηκοότητα μπορεί να δοθεί".
Η ιθαγένεια και η υπηκόοτητα είναι το ίδιο πράγμα. Και οι δύο δηλούν τη σχέση του ανθρώπου με το κράτος στο λαό του οποίου αυτός ανήκει, είναι δηλαδή πολίτης. Υπηκοότητα λέγαμε πιο παλιά όταν, επί βασιλείας, χρησιμοποιούσαμε τον όρο "υπήκοος" και όχι "πολίτης". Στη νομική και διοικητική γλώσσα της Ελλάδας, το "ιθαγένεια" καλύπτει αυτήν τη σχέση: το να είναι κάποιος πολίτης ενός κράτους. Την ιθαγένεια την αποκτάς, όπως την υπηκοότητα, με τη γέννηση, με δήλωση, με πολιτογράφηση κλπ. Ακόμη πιο απλά: αν ένας αλλοδαπός πολιτογραφηθεί θα αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, δηλαδή την ελληνική υπηκοότητα.»
Κάθε χώρα είναι πολύ διστακτική να παραχωρήσει την ιδιότητα του πολίτη στον «ξένο». Θυμίζω το άρθρο του Γεώργιου Βλάχου, τον Ιούλιο του 1928, το οποίο αναφερόταν στους πρόσφυγες του 1922. Σε αυτό έλεγε: «Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα»
Όποτε διευρύνεται η πολιτική κοινότητα (δικαίωμα ψήφου σε Εβραίους, γυναίκες κλπ), υπάρχουν μερίδες που αντιδρούν στο άνοιγμα αυτό. Απλά το πρόσωπο του Άλλου αλλάζει κατά περίσταση και ιστορική συγκυρία
Συχνά η έννοια του μετανάστη και των δικαιωμάτων του συγχέεται με αυτή του πρόσφυγα και της χορήγησης ασύλου, η οποία είναι συμβατική υποχρέωση μίας χώρας όπως αυτή ορίζεται από τις Διεθνείς Συνθήκες, Συμβάσεις κλπ
Κάθε χώρα έχει ακολουθήσει διαφορετική πολιτική απόδοσης ιθαγένειας
Μεγάλη Βρετανία: χορηγεί σε διαφορετικά στάδια και διαφορετικές περιπτώσεις τα κριτήρια των οποίων δεν είναι ούτε σταθερά ούτε απολύτως σαφή διαφορετικά επίπεδα ιθαγένειας και διαφοροποιεί την πολιτική της και ανάλογα με τη σχέση που έχουν οι αιτούντες με την Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Γαλλία: μέχρι πρότινος η Γαλλία ήταν η χώρα που ακολουθούσε αυτό που ονομάζω επιδοματική μεταναστευτική πολιτική. Χορηγούσε την ιθαγένεια ως στοιχείο ένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης και παρέχοντας επιδόματα ουσιαστικά τους απομόνωνε κοινωνικά στοιβάζοντάς τους στα προάστεια. Αποτέλεσμα; Τα γεγονότα του Νοέμβρη του 2005
Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει η Γερμανία, μία χώρα που στήριζε την χορήγηση ιθαγένειας στο δίκαιο του αίματος, όπως και η Ελλάδα και η τροποποίηση του νόμου το 1999.
Από 1.1.2000 παιδιά αλλοδαπών που γεννιούνται στη Γερμανία, με βάση το δίκαιο του εδάφους, λαμβάνουν υπό προϋποθέσεις τη γερμανική υπηκοότητα και εγγράφονται στα ληξιαρχεία. Οι προϋποθέσεις είναι: α) ο ένας γονιός να ζει ήδη οκτώ χρόνια στη χώρα (από 15 που ίσχυε πριν το 1999) και β) να έχει άδεια παραμονής. Στην περίπτωση που το τέκνο διαθέτει και δεύτερη υπηκοότητα, αυτή των γονέων, τη διατηρεί μέχρι τα 18 έτη και κατόπιν, εντός πενταετίας, έως το 23ο έτος του, οφείλει να αποφασίσει αν θα κρατήσει μόνο τη γερμανική αποποιούμενο την άλλη (άρθρο 29 παρ. 3), υποβάλλοντας σχετική αίτηση στις αρμόδιες αρχές. Σύμφωνα με το άρθρο 40β του γερμανικού Κώδικα Ιθαγένειας, σε παιδιά ηλικίας ως 10 ετών που γεννήθηκαν πριν από την 1.1.2000, παραχωρείται ειδική προθεσμία ενός χρόνου, μέχρι 31.12.2000 προκειμένου να πολιτογραφηθούν.
Η γερμανική περίπτωση δεν προϋποθέτει τη νομιμότητα και των δύο γονέων, δεν περιλαμβάνει την εξαντλητική περιπτωσιολογία του δικού μας άρθρου 5α του Κώδικα και τους όρους ποινικών κωλυμάτων, δεν περιέχει φαιδρές ρυθμίσεις περί συστατικών επιστολών, αλλά ούτε και ακατανόητα υψηλά παράβολα. Οι ενήλικοι αλλοδαποί μπορούν να πολιτογραφηθούν εκεί μετά από οχτώ χρόνια μόνιμης και νόμιμης κατοικίας (όντως μεγαλύτερο διάστημα απ' ό,τι στην Ελλάδα), αποδεικνύοντας επαρκή γνώση της γλώσσας (να μπορούν π.χ. να στείλουν καρτποστάλ στη γερμανική γλώσσα), δηλώνοντας σεβασμό στις συνταγματικές αρχές της χώρας, έχοντας λευκό ποινικό μητρώο και ικανούς πόρους να ζήσουν την οικογένειά τους. Μπορούν όμως να λάβουν την υπηκοότητα πιο σύντομα (7 χρόνια), με πιστοποιητικό συμμετοχής τους σε σεμινάρια ενσωμάτωσης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης.
Στην αιτιολογική έκθεση του γερμανικού νόμου –πρωτοβουλίας του συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων– αναφέρεται ότι το 1998 ζούσαν στη Γερμανία 7,3 εκατ. αλλοδαποί — 30% εξ αυτών πάνω από είκοσι χρόνια. Από το 1,63 εκατ. τέκνα αλλοδαπών που γεννήθηκαν στη χώρα, τα 2/3 ήταν το 1998 ανήλικα: «Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι από τις αρχές του 1970 έχει δημιουργηθεί στη Γερμανία ένα μη αναστρέψιμο μεταναστευτικό ρεύμα ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν εδώ, οι οποίοι ουσιαστικά είναι Γερμανοί, για τους νόμους, ωστόσο, λογίζονται ως ξένοι». Σημειώνεται ότι, ήδη από το 1988, η κυβέρνηση Κολ εξέφραζε τη θέση ότι «δεν είναι επιθυμητό ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ως μειονότητα αλλοδαπών να παραμένει γενιά προς γενιά αποκλεισμένο από την ομοσπονδιακή κοινότητα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του γερμανού πολίτη».
Η Μεταναστευτική πολιτική, όπως και άλλα ευαίσθητα πεδία-μειονότητες/Ρομά κλπ, αποτελούν, διαχρονικά, πεδία δοκιμασίας και «εξετάσεων» για την Αριστερά.
Στην Ελλάδα η μετανάστευση μέχρι το 1989 ήταν εντελώς περιφερειακό φαινόμενο, όπως φαίνεται και από την απογραφή 1981 και τον πολύ περιορισμένο αριθμό αλλοδαπών διαμενόντων στη χώρα μας. Ήταν απόρροια, κυρίως, διακρατικών σχέσεων και συμφωνιών, και αφορούσαν πολύ συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες. Σε αυτό το σημείο θυμίζω τις συμφωνίες της 7ετίας με Πακιστάν για εργαζόμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος.
Μετά το 1991 και τις αλλαγές που συνέβησαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς ανέτοιμη κοινωνικά και νομοθετικά να υποδεχθεί τα μεταναστευτικά κύματα.
Η πρώτη νομοθετική απόπειρα να αντιμετωπιστεί η νέα πραγματικότητα είναι ο καθορισμός του καθεστώτος του «ομογενούς» και αυτό είναι μία ακόμη ελληνική μοναδικότητα παγκοσμίως. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει ανάλογη νομοθετική ρύθμιση.
Μία πρώτη πιο συγκροτημένη προσπάθεια γίνεται το 1998, με νόμο που κυρίως στοχεύει στην καταγραφή των μεταναστών. Παράλληλα βρίσκουμε διάσπαρτα άρθρα που αφορούν στη μετανάστευση διάσπαρτα σε Νόμους της εποχής όπου ο νομοθέτης αποτυπώνει την άποψη που κυριαρχούσε τότε στην ελληνική κοινωνία «Οι μετανάστες έχουν έρθει να δουλέψουν κάποια χρόνια και μετά θα φύγουν για την πατρίδα τους»
Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο Ν.2910/2001 για δύο λόγους:
1. Περιέχει μεταβατικές διατάξεις που προέβλεπαν τη δυνατότητα της νομιμοποίησης των ευρισκόμενων στην ελληνική επικράτεια.
2. Αναγνωρίζει το «πρόβλημα».

Ο Νόμος για την ιθαγένεια Ν 3838/2010 είναι η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να ρυθμιστούν τα θέματα που προέκυψαν από την εγκατάσταση αλλοδαπών στη χώρα μας. Μια βασική καινοτομία του νόμου 3838/2010 και η τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αποτέλεσε η καθιέρωση ιδιαιτέρων διαδικασιών κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών, τη λεγόμενη «δεύτερη γενιά».

Τα παιδιά αυτά μπορούν να αποκτούν την ιθαγένεια είτε από τη γέννησή τους και εφόσον οι γονείς τους κατοικούν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη, είτε κατόπιν επιτυχούς φοίτησης έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα. Από καμιά πρόβλεψη του ισχύοντος νόμου δεν προκύπτει η δυνατότητα κτήσης της ιθαγένειας από άτομα που διαβιούν χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στην ελληνική επικράτεια. Σύμφωνα με το ίδιο το Υπουργείο Εσωτερικών, η Ελλάδα δεν προχωρεί σε αθρόες πολιτογραφήσεις αλλοδαπών και σε «μαζικές ελληνοποιήσεις» όπως ανακριβώς και κατά κόρον διακινείται. Μετά τον Ν.3838 πραγματοποιούνται οι μισές πολιτογραφήσεις συγκριτικά με το 2009 και μάλιστα με διαφανείς διαδικασίες, καθώς οι αιτήσεις εξετάζονται από επιτροπές που έχουν ειδικά συσταθεί.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2009 (πριν το νόμο 3838) χορηγήθηκε η ελληνική ιθαγένεια σε 17.019 ανθρώπους, το 2010 (μετά την εφαρμογή του νόμου) σε 9. 387 και το 2011 σε 17.533. Παρατηρούμε δηλαδή ότι ο νόμος δεν επηρέασε τη χορήγηση της ιθαγένειας.
Η συντριπτική πλειονότητα χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας αφορά ομογενείς, ενώ σε ό,τι αφορά στους οικονομικούς μετανάστες, ο αριθμός είναι ελάχιστος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι λοιπόν μάλλον η ανεπαρκής εφαρμογή του νόμου και οι ελλείψεις στις απαιτούμενες δομές παρά η καταχρηστική παροχή ιθαγένειας.

Παράλληλα έδωσε το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις αυτοδιοικητικές εκλογές, επιχείρησε να αλλάξει τα πληθυσμιακά δεδομένα της ελληνικής πολιτικής κοινότητας συμπεριλαμβάνοντας έναν αριθμό του μεταναστευτικού πληθυσμού στην ελληνική πολιτική κοινότητα. Πόσοι ήταν όσοι έκαναν χρήση του δικαιώματος εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους; Μέχρι τον Νοέμβριο του 2010, μόλις 12.574 άτομα, εκ των οποίων ομογενείς ήταν 2.647 άτομα και υπήκοοι τρίτων χωρών 9.927!
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εντάσσεται σε μια «αμυντική πολιτική» έναντι της μεγάλης παρουσίας ξένων πολιτών στη χώρα μας και τροφοδοτείται από την απουσία ουσιαστικής μεταναστευτικής πολιτικής.

Εξ' αντικειμένου, επίσης, αντιστοιχείται με αντιλήψεις που εισηγούνται και διεκδικούν τον λαό ως άθροισμα των πολιτών με «κοινή καταγωγή αίματος» και όχι ως έκφραση της δυναμικής των πολιτών που γεννιέται και προκύπτει ως κοινή συνείδηση με όρους κοινωνίας.

Το όλο ζήτημα, στις πολλαπλές του διαστάσεις, εντάσσεται πλέον στην πολιτική αντιπαράθεση, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται για να υπηρετήσει ψευδεπίγραφα κομματικές σκοπιμότητες. Η έκβαση της αντιπαράθεσης θα εξαρτηθεί σημαντικά από την αντίδραση της ίδιας της κοινωνίας, που την πιέζουν φοβίες και προβλήματα που δημιουργεί η απουσία ουσιαστικής και ολοκληρωμένης πολιτικής. Ωστόσο, η απόφαση του ΣτΕ δεν αναιρεί τη δυνατότητα από τα κόμματα που συγκροτούν τον κυβερνητικό συνασπισμό μέσα από εξαντλητικό διάλογο και διαπραγμάτευση να φτάσουν στην εκπόνηση ενός νέου νόμου που θα απηχεί το πνεύμα και το γράμμα του ν. 3838. Σε αντίθετη περίπτωση, η εμμονή κύκλων της ΝΔ σε αντιμεταναστευτικές θέσεις, θα οδηγούσε σε ένα παγκόσμιας πρωτοτυπίας αποτέλεσμα: Την ψήφιση ενός αυστηρού, σκληρού νόμου περί ιθαγένειας με «δανεικές» ψήφους από ένα ναζιστικό κόμμα.

Δίκαιο αίματος υπάρχει σε όλα τα κράτη. Αυτό που σηματοδοτεί την προοδευτικότητα είναι το μείγμα του με το δίκαιο του εδάφους, τις Αρχές του ανθρωπισμού και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο η απονομή υπηκοότητας δεν αρκεί για την ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία. Αν δεν υπάρξει μεταναστευτική πολιτική και οργανωμένο και εμπνευσμένο πλέγμα πολιτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης, η ιθαγένεια παραμένει ένα χαρτί στο συρτάρι. Μην ξεχνάμε ότι τα επεισόδια στα γκέτο των γαλλικών πόλεων έγιναν από Γάλλους πολίτες, όπως Βρετανοί πολίτες ήταν και αυτοί που έκαναν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Λονδίνο.

Η οικονομική, η κοινωνική, η ατομική ασφάλεια σε μια δημοκρατία είναι απαραίτητα στοιχεία για την εμπέδωση της προεξάρχουσας ελευθερίας. Αν δεν υπάρχουν τα παραπάνω, τότε ο κάθε διαφορετικός και ειδικά οι μετανάστες ανεξάρτητα από τον αριθμό τους είναι τα στοχοποιημένα κοινωνικά θύματα. Από την άλλη, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μια κοινωνία με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, όσα αποθέματα αλληλεγγύης κι αν έχει, είναι καταστροφικό και για την κοινωνία και για τους ίδιους τους μετανάστες να θεωρείται ότι μπορεί να υποδέχεται απεριόριστο αριθμό εξαθλιωμένων ανθρώπων.
Το λόγο πάλι έχει ο κυρίαρχος λαός δια των αντιπροσώπων του: εκεί που πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις για την ιθαγένεια
Να επιμείνει και να υπερασπιστεί μέχρι τέλους την απόφασή της με την οποία αναγνώρισε δικαίωμα ψήφου στους μετανάστες. Οι όποιες αλλαγές στο νόμο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει να είναι συμβατές με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τα ισχύοντα σε χώρες της Ε.Ε.
Απαγορευτικές διατάξεις, οι οποίες περιστέλλουν ή και εξαφανίζουν το δικαίωμα θα μας βρουν αντίθετους. Αντίθετους θα μας βρουν και διατάξεις που υποβαθμίζουν τα αντικειμενικά τυπικά κριτήρια – χρόνια παραμονής, εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης – υπέρ αδιευκρίνιστων, όσο και επικίνδυνων «υποκειμενικών» αξιολογήσεων.
Ιδιαίτερα πρέπει να αναγνωρίζεται και να εξασφαλίζεται το δικαίωμα στην ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στη χώρα μας.
Πέρα όμως από την ανθρωπιστική διάσταση του θέματος, η απόδοση ιθαγένειας στους ανθρώπους με αποδεδειγμένα ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, έχει μέγιστο όφελος πρώτιστα για το σύνολο των Ελλήνων και κατόπιν για τους πολιτογραφηθέντες. Η ισότητα δικαιωμάτων ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας, θα ωφελήσει όλους τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα τη νέα γενιά η οποία αντιμετωπίζει φαινόμενα ανασφάλιστης ή επισφαλούς απασχόλησης, εκμετάλλευσης, ολιγαρχίας και κρίσης της δημοκρατίας».
Είναι αναγκαίος ένας νόμος που θα διαμορφώσει έναν κώδικα ιθαγένειας, με έναν τρόπο που θα ανταποκρίνεται, όχι γενικά και αόριστα σε κάποιον ανθρωπισμό ή σε κάποια ανθρώπινη αλληλεγγύη, αλλά απόλυτα στην πολιτική ουσία του δεσμού του πολίτη με το κράτος, δηλαδή την ιθαγένεια.
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών συνδέεται άρρηκτα με την εμβάθυνση της δημοκρατίας, εδράζεται σε οικουμενικές αξίες, την ελευθερία του ατόμου, τη δυνατότητα να απολαμβάνει ο κάθε πολίτης από κοινού και ισότιμα τα αγαθά του παραχθέντος κοινωνικού πλούτου.