Ομιλίες

Ομιλία της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ Μαρίας Γιαννακάκη στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα "Η Κοινή Αγροτική Πολιτική ενάντια στην κρίση"

Αγαπητοί σύνεδροι,
Εκ μέρους της Δημοκρατικής Αριστεράς θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την ευγενική πρόσκληση στην οποία δεν μπορούσαμε παρά να ανταποκριθούμε θετικά. Το Συνέδριο που ξεκινά σήμερα είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί το θέμα του αγγίζει την καρδιά της ευρωπαϊκής προβληματικής αναφορικά με τις πολιτικές διεξόδου από την κρίση, αλλά και γιατί η υλοποίηση της πρωτοβουλίας αυτής δείχνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν μένει πιστή στις αξίες που την γέννησαν παρέχει ευκαιρίες στους πολίτες της, αρκεί και οι πολίτες της να έχουν τη διάθεση και τη γνώση να τις αδράξουν.
Θα ήθελα να θυμίσω ότι η Κοινή Αγροτική Πολιτική είναι η παλαιότερη κοινή πολιτική που σχεδίασε και υιοθέτησε η Ενωμένη Ευρώπη. Υπήρχε ως σύλληψη ακόμη και από την εποχή της Ένωσης του Χάλυβα και Άνθρακα. Για πρώτη φορά εφαρμόστηκε το 1962 και η σημασία της ήταν τόσο κομβική στην τότε ΕΟΚ που απορροφούσε σχεδόν τον μισό προϋπολογισμό, αλλά και γινόταν αφορμή για έριδες και ανταγωνισμούς μεταξύ των εταίρων.
Η ΚΑΠ είναι μια συνεχώς μεταρρυθμιζόμενη πολιτική. Στη διάρκεια των χρόνων εφαρμογής οι στοχεύσεις έχουν μεταβληθεί άρδην. Τη δεκαετία του 2000, η ΕΕ είχε μεταφέρει το κέντρο του ενδιαφέροντός της σε άλλους παραγωγικούς τομείς πέραν της γεωργίας, καθώς έτεινε να παγιωθεί ένας παγκόσμιος παραγωγικός καταμερισμός, στον οποίο η Ευρώπη δεν θα είχε τα ηνία της πρωτογενούς παραγωγής. Έτεινε να γίνει αποδεκτό ότι οι ευρωπαίοι καταναλωτές θα μπορούσαν να προμηθεύονταν τρόφιμα από περιοχές με φθηνότερη παραγωγική ικανότητα. Ωστόσο, τόσο η παγκόσμια οικονομική κρίση, όσο και επιμέρους σημαντικά γεγονότα (πλημμύρες, πυρκαγιές αλλά και εντάσεις σε περιοχές) επανέφεραν ως κεντρικό θέμα: τη διατροφική ασφάλεια και την επισιτιστική επάρκεια. Επανέρχεται έτσι η κεντρικότητα της παραγωγής τροφίμων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέρα όμως από τις αλλαγές πλεύσης στις πολιτικές η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής ανέδειξε και μία σειρά προβλημάτων και στρεβλώσεων στην εφαρμογή της στη χώρα μας, τα οποία εύγλωττα αναδεικνύουν την παθογένεια του συνόλου της ελληνικής ζωής.
Σε σχετική ερώτηση ευρωβουλευτή για την εφαρμογή των αγροτικών προγραμμάτων στην Ελλάδα σύμφωνα με τον αρμόδιο ευρωπαίο Επίτροπο Τσιόλος, η κακοδιαχείριση κόστισε στη χώρα 1,162 δισ. ευρώ κατά την προηγούμενη πενταετία (2007-2012), λόγω επιστροφών κονδυλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ποσό αυτό αποτελεί το 28% των συνολικών ποσών που επιβλήθηκαν ως ποινές, στο σύνολο των 27 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το ίδιο διάστημα. Τα προβλήματα αφορούσαν κυρίως «αδυναμίες ελέγχου», «εσφαλμένα στοιχεία ΟΣΔΕ», «εκπρόθεσμες πληρωμές», «αδυναμίες όσον αφορά τη διαχείριση και τους ελέγχους του συστήματος πολλαπλής συμμόρφωσης», «αδυναμίες διαχείρισης και ελέγχου ενισχύσεων».
Η νέα ΚΑΠ (2014-2020) έχει δύο πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι μετακυλύει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, το κέντρο του ενδιαφέροντος από τον πρώτο πυλώνα, τις συνδεδεμένες ενισχύσεις, στον δεύτερο, δηλαδή στην καινοτομία, την αλλαγή καλλιέργειας και τις νέες τεχνολογίες. Το δεύτερο σημεία αφορά στο κράτος μέλος που έχει πλέον πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης, προσαρμογής και προτάσεων ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες.
Με τη νέα ΚΑΠ θεσπίζονται μια σειρά από μέτρα για το πως θα δίνονται οι ενισχύσεις.
Είναι π.χ. θετικό ότι:
1) Υπάρχει ανώτατο όριο τα 300000 ευρώ ενίσχυσης για κάθε αγρόκτημα,
2) Δίνονται κίνητρα αειφορίας πχ δήλωση τουλάχιστον 3 καλλιεργειών σε συγκεκριμένη έκταση και σε συγκεκριμένα ποσοστά), διατήρηση μόνιμων βοσκοτόπων και μόνιμων λειμώνων ,δημιουργία «οικολογικών ζωνών» (επιλέξιμες εκτάσεις ακαλλιέργητες).
3) Θεσπίζεται η έννοια του ενεργού αγρότη
4) Ενισχύεται η καινοτομία
5) Πριμοδοτούνται οι ομάδες παραγωγών
Όλα τα παραπάνω είναι σίγουρα θετικά σημεία και εμείς ως Δημοκρατική Αριστερά πιστεύουμε στον πρωταρχικό ρόλο του πρωτογενούς τομέα στην ανάταξη της οικονομίας.
Η Δημοκρατική Αριστερά θεωρεί ότι η εποικοδομητική και ουσιαστική αξιοποίηση της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι της αγροτικής ανάπτυξης που είναι:
• Η ανάπτυξη της υπαίθρου στη βάση ενός νέου προτύπου, το οποίο θα αναγνωρίζει τη διασύνδεση της οικονομίας και της παραγωγής με τα φυσικά οικοσυστήματα.
• Η στροφή σε μια γεωργία- κτηνοτροφία που τα προϊόντα της θα είναι ποιοτικά και η οποία θα μπορεί να υποστηρίξει και να συνδυαστεί με άλλες τοπικές αναπτυξιακές δράσεις, όπως ο τουρισμός της υπαίθρου.
• Η "προτυποποίηση" του παραδοσιακού τρόπου παραγωγής των προϊόντων μας και η δημιουργία κινήτρων για την στήριξη της πράσινης επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας και της απασχόλησης.
• Η σύνδεση των επιδοτήσεων με την παραγωγή, την ποιότητα των προϊόντων και τις ορθές γεωργικές πρακτικές και την ανάπτυξη ενός περισσότερο ευέλικτου, διαφανούς και απλοποιημένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για την καταβολή των ενισχύσεων.
• Η προώθηση της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα με μέτρα μείωσης του κόστους παραγωγής, εξυγίανσης του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων, προστασίας της αγροτικής γης, με σαφή καθορισμό των χρήσεών της, αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών και της συμβολαιακής γεωργίας.
• Η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος εκπαίδευσης, τεχνικοοικονομικής συμβουλευτικής στήριξης των αγροτών και σύνδεσης με την έρευνα.
• Η στήριξη της συνεταιριστικής και γενικότερα της επιχειρηματικής δραστηριότητας στο αγροτικό τομέα.
Με τη νέα ΚΑΠ επιδιώκουμε τη μετατροπή του αγροτικού τομέα σε δυναμικό μοχλό ανάπτυξης.

Εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου.

 

 

Ομιλία με θέμα "Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Κράτους του Κουβείτ Οικονομικής και Τεχνικής συνεργασίας"

Τα μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας του Κουβέιτ βρίσκονται σε καλό επίπεδο αφού σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμάται ότι το συνολικό ακαθάριστο δημόσιο χρέος της χώρας είναι 4,4% για το 2012, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των εξαγωγέων πετρελαίου (πίσω από το Ομάν με 3,2% αντίστοιχα).

Αντίστοιχες είναι και οι τοποθετήσεις των οίκων αξιολόγησης, όπως αυτή της Global Investments κατά την οποία «το πετρέλαιο συνεχίζει να κυριαρχεί επί του συνόλου των εξαγωγών του Κουβέιτ, όπως συμβαίνει και με το σύνολο των εσόδων της κυβέρνησης. Κατά μέσο όρο, οι εξαγωγές πετρελαίου αντιπροσωπεύουν το 94% του συνόλου των εξαγωγών από το 2005 έως το 2011. Από το 2003, οι τιμές του πετρελαίου έχουν γίνει αιτία ταχείας ανάπτυξης που επέτρεψε στο Κουβέιτ να επιτύχει υψηλό επίπεδο εξαγωγών κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου.»
• O εθνικός προϋπολογισμός του Κουβέιτ βασίζεται κατά 95% στα έσοδα από το πετρέλαιο, αν και το τελευταίο διάστημα γίνεται προσπάθεια για μεγαλύτερη διαφοροποίηση. Σύμφωνα με τον πρώην Υπουργό Οικονομικών, υπάρχει έντονη ανησυχία για την εξάρτηση της εγχώριας οικονομίας αποκλειστικά από την εξόρυξη και εξαγωγή πετρελαίου. Η μεγάλη διακύμανση στην τιμή του πετρελαίου καθιστά την κατάρτιση του προϋπολογισμού εξαιρετικά δύσκολη, αφού είναι σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθούν οι αντίστοιχες προβλέψεις. Μάλιστα, το 2010 το Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα πενταετές αναπτυξιακό πρόγραμμα για την διαφοροποίηση της οικονομίας από τους υδρογονάνθρακες, το οποίο όμως βρίσκεται σε σημαντική υστέρηση.
Συγκεκριμένα γίνεται προσπάθεια για ενίσχυση του τουρισμού, την ανάπτυξη του εμπορίου στο πεδίο των logistics, καθώς και αναβάθμιση της εκπαίδευσης προσαρμοζόμενης στις ανάγκες της οικονομίας. Επίσης, η κατασκευή εμπορικού λιμένα στην νήσο Boubyan (Μπόουμπυάν) αναμένεται να εξυπηρετήσει μεγάλο όγκο εμπορικών συναλλαγών με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ιράκ.

Σε απόλυτη συνάφεια με το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον, οι κάτοικοι του Κουβέιτ απολαμβάνουν μεγάλες κοινωνικές παροχές, όπως είναι η δωρεάν κατ'οίκον ιατρική περίθαλψη, η δωρεάν πρόσβαση στις τηλεπικοινωνίες κ.ο.κ. Παρόλα αυτά οι ίδιοι οι κάτοικοι διαφοροποιούνται στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το κλίμα αυτό, αφού η μονόπλευρη δομή της οικονομίας προσφέρει περιορισμένες επιλογές εργασιακής απασχόλησης, ενώ το πολύπλοκο συνταγματικό σύστημα της χώρας επιδρά αρνητικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στο οικονομικό πεδίο το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στην ασύμμετρη κατανομή των κονδυλίων, ενώ το γεγονός ότι η χώρα εισάγει τα 9/10 των επισιτιστικών αναγκών της, αποτελεί μία ένδειξη του γιατί οι μακροοικονομικοί δείκτες δεν συνάδουν απόλυτα με την οικονομική ευμάρεια των πολιτών.
Ωστόσο, στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα προβλήματα είναι αρκετά οξύτερα, γεγονός που αποτέλεσε αιτία για αυξημένο διεθνή έλεγχο από το 2010, ενώ δεν έλειψαν και διαδηλώσεις με απαιτήσεις για πολιτική μεταρρύθμιση.
Συγκεκριμένα υπάρχει μεγάλη ανάγκη για μεταρρυθμίσεις σε θέματα που αφορούν στους ανιθαγενείς, στα δικαιώματα των γυναικών και των εγχωρίως εργαζομένων καθώς και στο πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης. Ειδικότερα στο ζήτημα της έκφρασης η τοπική κυβέρνηση ασκεί συνεχόμενες ποινικές διώξεις για δυσφήμιση και συκοφαντία, ενώ υπάρχουν υπόνοιες για εγκληματική συμπεριφορά των κρατικών σωμάτων ασφαλείας. Συνεπώς, οι διαδηλώσεις του 2011 δεν θα πρέπει να μας προκαλούν έκπληξη.
Οι διακρίσεις κατά των γυναικών είναι ιδιαιτέρως έντονες τόσο σε θέματα οικογενειακής βίας όσο και σε δικαιώματά οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον τα τέκνα γυναικών συζευγμένων με άντρες μη-Κουβεϊτιανής ιθαγένειας, δεν έχουν δικαίωμα απόκτησης της ιθαγενείας. Να σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αν και ακόμα τους στερείται το δικαίωμα πρόσβασης σε θέσεις εισαγγελικών λειτουργών.
Αναφορικά με το ζήτημα της ανιθαγένειας, φυλές με μακροχρόνιες ρίζες όπως αυτή των Bidoun, που αριθμούν σε 120.000 κατοίκους, στερούνται της ιδιότητας του πολίτη, δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη και στην απασχόληση, ενώ δεν τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα στον γάμο και στην οικογένεια, αφού δεν δύνανται να δηλώσουν γεννήσεις, γάμους, ή θανάτους.
Ωστόσο, παρατηρείται βελτίωση στα δικαιώματα των εργαζομένων μέσω των σχετικών πρωτοβουλιών του 2010. Παρόλα αυτά, συγκεκριμένες πολυπληθείς κατηγορίες εργαζομένων εξακολουθούν να εξαιρούνται των συγκεκριμένων διατάξεων.
Η ελευθερία έκφρασης παρουσιάζει ανησυχητικές πτυχές αφού οι ποινικές διώξεις κατά ατόμων που εκφέρουν μη-βίαιο πολιτικό λόγο, είναι ιδιαιτέρως συχνές. Η συνηθέστερη κατηγορία αφορά στην υποκίνηση ανατροπής του καθεστώτος.
Τα δικαιώματα των ατόμων με σεξουαλικές προτιμήσεις του ιδίου φύλου καθώς και των μεταναστών είναι ανύπαρκτα, με τους πρώτους να διώκονται ποινικά, ενώ οι δεύτεροι εργάζονται υπό καθεστώς άτυπης δουλείας. Ενδεικτική είναι και η τοποθέτηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που κατατάσσουν το Κουβέιτ ως μία από τις πιο προβληματικές χώρες στην εμπορία ανθρώπων, χωρίς ωστόσο να προβούν σε ανάλογες κυρώσεις για ευνόητους λόγους.
Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 2012 η δυσφορία των πολιτών ήταν έντονη με αποτέλεσμα βίαιες αντιδράσεις και ανάλογες μεθόδους καταστολής.
Επί της ουσίας καλούμαστε να κυρώσουμε μια συμφωνία με μία βαθιά αντιδημοκρατική χώρα, η οποία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες παγκοσμίως.
Η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες. Αφενός θα πρέπει να προωθήσει τις δημοκρατικές αρχές και αξίες και τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό μέσω των όρων της παρούσας συμφωνίας.
Αφετέρου, στο οικονομικό πεδίο η χώρα μας έχει μια ουσιαστική ευκαιρία να αποκομίσει μεγάλα οφέλη από τις συναλλαγές των δύο πλευρών.
Συγκεκριμένα η Ελλάδα στο μόνο το οποίο μπορεί να προσμένει από την εν λόγω συνεργασία, είναι πρόσβαση σε πηγές πετρελαίου. Δεδομένης της έλλειψης οικονομικής ρευστότητας στην χώρα μας, καθώς και του υπερβολικά μικρού αγροτικού τομέα του Κουβέιτ, οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε μία συμφωνία ανταλλαγής προϊόντων μέσω λογαριασμών SWAP. Ήτοι, την δημιουργία λογαριασμού όπου για την ελληνική πλευρά θα υπάρχει χρέωση για εισαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων και πίστωση για εξαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Κατά αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει μια τόνωση της αγροτικής οικονομίας μέσω της προώθησης των εξαγωγών, με αντιστάθμισμα την εισαγωγή πετρελαίου χωρίς να δημιουργείται υποχρέωση άμεσης καταβολής χρηματικών πόρων.
Εφόσον προκριθεί μία τέτοιου είδους συνεργασία, θα πρέπει πρωτίστως να εξετασθεί η φόρμα αυτής ώστε να μην αντίκειται στις σχετικές διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου Επιχειρήσεων και Ανταγωνισμού.

«Ευρωπαϊκή εμπειρία: Λήψη ιθαγένειας και κοινωνική ενσωμάτωση», oμιλία της Μαρίας Γιαννακάκη στην ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ- Ανδρέας Παπανδρέου με θέμα "Η Ελλάδα απέναντι στο νεοναζισμό, στην ρατσιστική, κοινωνική και πολιτική βία"

Η μετανάστευση είναι φαινόμενο σύμφυτο με την ιστορία του ανθρώπου. Μάλιστα, μου αρέσει να λέω ότι η πρώτη μετανάστρια στην ιστορία ήταν η γυναίκα που ήρθε από την Αφρική και κουβαλούσε στην κοιλιά της τον πρώτο άνθρωπο.
Η μετανάστευση εκλαμβάνεται ως πρόβλημα τους 3 τελευταίους αιώνες που τα έθνη- κράτη στηρίχτηκαν πάνω στην Αρχή της καθαρότητας.
Κάθε χώρα είναι πολύ διστακτική να παραχωρήσει την ιδιότητα του πολίτη στον «ξένο». Θυμίζω το άρθρο του Γεώργιου Βλάχου, τον Ιούλιο του 1928, το οποίο αναφερόταν στους πρόσφυγες του 1922. Σε αυτό έλεγε: «Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα»
Όποτε διευρύνεται η πολιτική κοινότητα (δικαίωμα ψήφου σε Εβραίους, γυναίκες κλπ), υπάρχουν μερίδες που αντιδρούν στο άνοιγμα αυτό. Απλά το πρόσωπο του Άλλου αλλάζει κατά περίσταση και ιστορική συγκυρία
Συχνά η έννοια του μετανάστη και των δικαιωμάτων του συγχέεται με αυτή του πρόσφυγα και της χορήγησης ασύλου, η οποία είναι συμβατική υποχρέωση μίας χώρας όπως αυτή ορίζεται από τις Διεθνείς Συνθήκες, Συμβάσεις κλπ

Κάθε χώρα έχει ακολουθήσει διαφορετική μεταναστευτική πολιτική
Μεγάλη Βρετανία: χορηγεί σε διαφορετικά στάδια και διαφορετικές περιπτώσεις τα κριτήρια των οποίων δεν είναι ούτε σταθερά ούτε απολύτως σαφή διαφορετικά επίπεδα ιθαγένειας και διαφοροποιεί την πολιτική της και ανάλογα με τη σχέση που έχουν οι αιτούντες με την Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Γαλλία: μέχρι πρότινος η Γαλλία ήταν η χώρα που ακολουθούσε αυτό που ονομάζω επιδοματική μεταναστευτική πολιτική. Χορηγούσε την ιθαγένεια ως στοιχείο ένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης και παρέχοντας επιδόματα ουσιαστικά τους απομόνωνε κοινωνικά στοιβάζοντάς τους στα προάστεια. Αποτέλεσμα; Τα γεγονότα του Νοέμβρη του 2005
Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει η Γερμανία, μία χώρα που στήριζε την χορήγηση ιθαγένειας στο δίκαιο του αίματος, όπως και η Ελλάδα και η τροποποίηση του νόμου το 1999.
Από 1.1.2000 παιδιά αλλοδαπών που γεννιούνται στη Γερμανία, με βάση το δίκαιο του εδάφους, λαμβάνουν υπό προϋποθέσεις τη γερμανική υπηκοότητα και εγγράφονται στα ληξιαρχεία. Οι προϋποθέσεις είναι: α) ο ένας γονιός να ζει ήδη οκτώ χρόνια στη χώρα (από 15 που ίσχυε πριν το 1999) και β) να έχει άδεια παραμονής. Στην περίπτωση που το τέκνο διαθέτει και δεύτερη υπηκοότητα, αυτή των γονέων, τη διατηρεί μέχρι τα 18 έτη και κατόπιν, εντός πενταετίας, έως το 23ο έτος του, οφείλει να αποφασίσει αν θα κρατήσει μόνο τη γερμανική αποποιούμενο την άλλη (άρθρο 29 παρ. 3), υποβάλλοντας σχετική αίτηση στις αρμόδιες αρχές. Σύμφωνα με το άρθρο 40β του γερμανικού Κώδικα Ιθαγένειας, σε παιδιά ηλικίας ως 10 ετών που γεννήθηκαν πριν από την 1.1.2000, παραχωρείται ειδική προθεσμία ενός χρόνου, μέχρι 31.12.2000 προκειμένου να πολιτογραφηθούν.
Η γερμανική περίπτωση δεν προϋποθέτει τη νομιμότητα και των δύο γονέων, δεν περιλαμβάνει την εξαντλητική περιπτωσιολογία του δικού μας άρθρου 5α του Κώδικα και τους όρους ποινικών κωλυμάτων, δεν περιέχει φαιδρές ρυθμίσεις περί συστατικών επιστολών, αλλά ούτε και ακατανόητα υψηλά παράβολα. Οι ενήλικοι αλλοδαποί μπορούν να πολιτογραφηθούν εκεί μετά από οχτώ χρόνια μόνιμης και νόμιμης κατοικίας (όντως μεγαλύτερο διάστημα απ' ό,τι στην Ελλάδα), αποδεικνύοντας επαρκή γνώση της γλώσσας (να μπορούν π.χ. να στείλουν καρτποστάλ στη γερμανική γλώσσα), δηλώνοντας σεβασμό στις συνταγματικές αρχές της χώρας, έχοντας λευκό ποινικό μητρώο και ικανούς πόρους να ζήσουν την οικογένειά τους. Μπορούν όμως να λάβουν την υπηκοότητα πιο σύντομα (7 χρόνια), με πιστοποιητικό συμμετοχής τους σε σεμινάρια ενσωμάτωσης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης.
Στην αιτιολογική έκθεση του γερμανικού νόμου –πρωτοβουλίας του συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων– αναφέρεται ότι το 1998 ζούσαν στη Γερμανία 7,3 εκατ. αλλοδαποί — 30% εξ αυτών πάνω από είκοσι χρόνια. Από το 1,63 εκατ. τέκνα αλλοδαπών που γεννήθηκαν στη χώρα, τα 2/3 ήταν το 1998 ανήλικα: «Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι από τις αρχές του 1970 έχει δημιουργηθεί στη Γερμανία ένα μη αναστρέψιμο μεταναστευτικό ρεύμα ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν εδώ, οι οποίοι ουσιαστικά είναι Γερμανοί, για τους νόμους, ωστόσο, λογίζονται ως ξένοι». Σημειώνεται ότι, ήδη από το 1988, η κυβέρνηση Κολ εξέφραζε τη θέση ότι «δεν είναι επιθυμητό ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ως μειονότητα αλλοδαπών να παραμένει γενιά προς γενιά αποκλεισμένο από την ομοσπονδιακή κοινότητα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του γερμανού πολίτη».
Η Μεταναστευτική πολιτική, όπως και άλλα ευαίσθητα πεδία-μειονότητες/Ρομά κλπ, αποτελούν, διαχρονικά, πεδία δοκιμασίας και «εξετάσεων» για την Αριστερά.
Στην Ελλάδα η μετανάστευση μέχρι το 1989 ήταν εντελώς περιφερειακό φαινόμενο, όπως φαίνεται και από την απογραφή 1981 και τον πολύ περιορισμένο αριθμό αλλοδαπών διαμενόντων στη χώρα μας. Ήταν απόρροια, κυρίως, διακρατικών σχέσεων και συμφωνιών, και αφορούσαν πολύ συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες. Σε αυτό το σημείο θυμίζω τις συμφωνίες της 7ετίας με Πακιστάν για εργαζόμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος.

Μετά το 1991 και τις αλλαγές που συνέβησαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς ανέτοιμη κοινωνικά και νομοθετικά να υποδεχθεί τα μεταναστευτικά κύματα.
Η πρώτη νομοθετική απόπειρα να αντιμετωπιστεί η νέα πραγματικότητα είναι ο καθορισμός του καθεστώτος του «ομογενούς» και αυτό είναι μία ακόμη ελληνική μοναδικότητα παγκοσμίως. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει ανάλογη νομοθετική ρύθμιση.

Μία πρώτη πιο συγκροτημένη προσπάθεια γίνεται το 1998, με νόμο που κυρίως στοχεύει στην καταγραφή των μεταναστών. Παράλληλα βρίσκουμε διάσπαρτα άρθρα που αφορούν στη μετανάστευση διάσπαρτα σε Νόμους της εποχής όπου ο νομοθέτης αποτυπώνει την άποψη που κυριαρχούσε τότε στην ελληνική κοινωνία «Οι μετανάστες έχουν έρθει να δουλέψουν κάποια χρόνια και μετά θα φύγουν για την πατρίδα τους»

Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο Ν.2910/2001 για δύο λόγους:
1. Περιέχει μεταβατικές διατάξεις που προέβλεπαν τη δυνατότητα της νομιμοποίησης των ευρισκόμενων στην ελληνική επικράτεια
2. Αναγνωρίζει το «πρόβλημα»

Ο Νόμος για την ιθαγένεια Ν 3838/2010 είναι η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να ρυθμιστούν τα θέματα που προέκυψαν από την εγκατάσταση αλλοδαπών στη χώρα μας. Μια βασική καινοτομία του νόμου 3838/2010 και η τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αποτέλεσε η καθιέρωση ιδιαιτέρων διαδικασιών κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών, τη λεγόμενη «δεύτερη γενιά».
Τα παιδιά αυτά μπορούν να αποκτούν την ιθαγένεια είτε από τη γέννησή τους και εφόσον οι γονείς τους κατοικούν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη, είτε κατόπιν επιτυχούς φοίτησης έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα. Πόσα παιδιά μεταναστών έχουν επωφεληθεί από αυτή τη δυνατότητα; Μόλις 2.653, 1.358 λόγω γέννησης και 1.295 λόγω εκπαίδευσης! Το σύνολο δε των αιτήσεων που έχει κατατεθεί είναι 4.224 λόγω γέννησης και 6.139 λόγω εκπαίδευσης. Δύσκολα μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς αθρόα ελληνοποίηση...
Παράλληλα έδωσε το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις αυτοδιοικητικές εκλογές, επιχείρησε να αλλάξει τα πληθυσμιακά δεδομένα της ελληνικής πολιτικής κοινότητας συμπεριλαμβάνοντας έναν αριθμό του μεταναστευτικού πληθυσμού στην ελληνική πολιτική κοινότητα. Πόσοι ήταν όσοι έκαναν χρήση του δικαιώματος εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους; Μέχρι τον Νοέμβριο του 2010, μόλις 12.574 άτομα, εκ των οποίων ομογενείς ήταν 2.647 άτομα και υπήκοοι τρίτων χωρών 9.927!
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εντάσσεται σε μια «αμυντική πολιτική» έναντι της μεγάλης παρουσίας ξένων πολιτών στη χώρα μας και τροφοδοτείται από την απουσία ουσιαστικής μεταναστευτικής πολιτικής.
Εξ' αντικειμένου, επίσης, αντιστοιχείται με αντιλήψεις που εισηγούνται και διεκδικούν τον λαό ως άθροισμα των πολιτών με «κοινή καταγωγή αίματος» και όχι ως έκφραση της δυναμικής των πολιτών που γεννιέται και προκύπτει ως κοινή συνείδηση με όρους κοινωνίας.
Το όλο ζήτημα, στις πολλαπλές του διαστάσεις, εντάσσεται πλέον στην πολιτική αντιπαράθεση, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται για να υπηρετήσει ψευδεπίγραφα κομματικές σκοπιμότητες. Η έκβαση της αντιπαράθεσης θα εξαρτηθεί σημαντικά από την αντίδραση της ίδιας της κοινωνίας, που την πιέζουν φοβίες και προβλήματα που δημιουργεί η απουσία ουσιαστικής και ολοκληρωμένης πολιτικής. Ωστόσο, η απόφαση του ΣτΕ δεν αναιρεί τη δυνατότητα από τα κόμματα που συγκροτούν τον κυβερνητικό συνασπισμό μέσα από εξαντλητικό διάλογο και διαπραγμάτευση να φτάσουν στην εκπόνηση ενός νέου νόμου που θα απηχεί το πνεύμα και το γράμμα του ν. 3232. Σε αντίθετη περίπτωση, η εμμονή κύκλων της ΝΔ σε αντιμεταναστευτικές θέσεις, θα οδηγούσε σε ένα παγκόσμιας πρωτοτυπίας αποτέλεσμα: Την ψήφιση ενός αυστηρού, σκληρού νόμου περί ιθαγένειας με «δανεικές» ψήφους από ένα ναζιστικό κόμμα.
Δίκαιο αίματος υπάρχει σε όλα τα κράτη. Αυτό που σηματοδοτεί την προοδευτικότητα είναι το μείγμα του με το δίκαιο του εδάφους, τις Αρχές του ανθρωπισμού και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο η απονομή υπηκοότητας δεν αρκεί για την ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία. Αν δεν υπάρξει μεταναστευτική πολιτική και οργανωμένο και εμπνευσμένο πλέγμα πολιτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης, η ιθαγένεια παραμένει ένα χαρτί στο συρτάρι. Μην ξεχνάμε ότι τα επεισόδια στα γκέτο των γαλλικών πόλεων έγιναν από Γάλλους πολίτες, όπως Βρετανοί πολίτες ήταν και αυτοί που έκαναν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Λονδίνο.
Η οικονομική, η κοινωνική, η ατομική ασφάλεια σε μια δημοκρατία είναι απαραίτητα στοιχεία για την εμπέδωση της προεξάρχουσας ελευθερίας. Αν δεν υπάρχουν τα παραπάνω, τότε ο κάθε διαφορετικός και ειδικά οι μετανάστες ανεξάρτητα από τον αριθμό τους είναι τα στοχοποιημένα κοινωνικά θύματα. Από την άλλη, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μια κοινωνία με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, όσα αποθέματα αλληλεγγύης κι αν έχει, είναι καταστροφικό και για την κοινωνία και για τους ίδιους τους μετανάστες να θεωρείται ότι μπορεί να υποδέχεται απεριόριστο αριθμό εξαθλιωμένων ανθρώπων.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν μπορεί να περιμένει. Εμείς ως κόμμα με κυβερνητική ευθύνη θα επιδιώξουμε η κυβέρνηση:
• Να απαιτήσει αναθεώρηση της Συνθήκης Δουβλίνο II του 2003 , η οποία μετατρέπει την Ελλάδα σε χώρο εγκλεισμού όλων των προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, που απλώς χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως πέρασμα προς την Ευρώπη.
• Να απαιτήσει τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία, αν η τελευταία δεν δεσμευθεί ότι θα δέχεται πίσω όλους τους μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στη χώρα μας από τα ελληνοτουρκικά θαλάσσια και χερσαία σύνορα.
• Να επιδιώξει τη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, που θα δίνει έμφαση στις παρεμβάσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στους κατοίκους της Αφρικής και της Ασίας να μείνουν στον τόπο τους, αλλά και θα παρέχει όλους τους αναγκαίους πόρους για την εγκατάσταση, τη διατροφή και την υγειονομική φροντίδα των μεταναστών, μέχρις ότου μπορέσουν να ενταχθούν δημιουργικά στην κοινωνία. Παράλληλα θα πρέπει να προβλέπεται ο επιμερισμός του βάρους της μετανάστευσης σε όλη την Ευρώπη, με κριτήρια τον πληθυσμό και το κατά κεφαλήν εισόδημα κάθε χώρας.
• Να ενισχύει τη φύλαξη των συνόρων με την ουσιαστικότερη και μονιμότερη συνδρομή της ΕΕ.
• Να νομιμοποιήσει όλους τους μετανάστες που πληρούν τις προϋποθέσεις νομιμοποίησης.
• Να εξετάζει γρήγορα τις αιτήσεις όσων ζητούν άσυλο με κριτήρια αντικειμενικά, όπως προβλέπουν οι διεθνείς ρυθμίσεις και να παρέχει άσυλο σε όσους πραγματικά το δικαιούνται εφοδιάζοντάς τους με τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα και παρέχοντάς τους όλα τα συναφή δικαιώματα. Πράγμα που σημαίνει περισσότερα κονδύλια και περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό.
• Να επαναπροωθήσει τους παράνομους μετανάστες στις χώρες προέλευσής τους.
• Να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι μετανάστες που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα να μπορέσουν να ενταχθούν ομαλά στην ελληνική κοινωνία.
• Να επιμείνει και να υπερασπιστεί μέχρι τέλους την απόφασή της με την οποία αναγνώρισε δικαίωμα ψήφου στους μετανάστες. Οι όποιες αλλαγές στο νόμο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει να είναι συμβατές με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τα ισχύοντα σε χώρες της Ε.Ε.
Απαγορευτικές διατάξεις, οι οποίες περιστέλλουν ή και εξαφανίζουν το δικαίωμα θα μας βρουν αντίθετους. Αντίθετους θα μας βρουν και διατάξεις που υποβαθμίζουν τα αντικειμενικά τυπικά κριτήρια – χρόνια παραμονής, εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης – υπέρ αδιευκρίνιστων, όσο και επικίνδυνων «υποκειμενικών» αξιολογήσεων.
Ιδιαίτερα πρέπει να αναγνωρίζεται και να εξασφαλίζεται το δικαίωμα στην ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στη χώρα μας.
Πέρα όμως από την ανθρωπιστική διάσταση του θέματος, η απόδοση ιθαγένειας στους ανθρώπους με αποδεδειγμένα ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, έχει μέγιστο όφελος πρώτιστα για το σύνολο των Ελλήνων και κατόπιν για τους πολιτογραφηθέντες. Η ισότητα δικαιωμάτων ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας, θα ωφελήσει όλους τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα τη νέα γενιά η οποία αντιμετωπίζει φαινόμενα ανασφάλιστης ή επισφαλούς απασχόλησης, εκμετάλλευσης, ολιγαρχίας και κρίσης της δημοκρατίας».
Είναι αναγκαίος ένας νόμος που θα διαμορφώσει έναν κώδικα ιθαγένειας, με έναν τρόπο που θα ανταποκρίνεται, όχι γενικά και αόριστα σε κάποιον ανθρωπισμό ή σε κάποια ανθρώπινη αλληλεγγύη, αλλά απόλυτα στην πολιτική ουσία του δεσμού του πολίτη με το κράτος, δηλαδή την ιθαγένεια.
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών συνδέεται άρρηκτα με την εμβάθυνση της δημοκρατίας, εδράζεται σε οικουμενικές αξίες, την ελευθερία του ατόμου, τη δυνατότητα να απολαμβάνει ο κάθε πολίτης από κοινού και ισότιμα τα αγαθά του παραχθέντος κοινωνικού πλούτου.

Ομιλία κατά τη διάρκεια της υποδοχής της Υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιρλανδίας κ. Lucinda Creighton

Κυρία Υπουργέ, κυρίες και κύριοι,

 

Η Δημοκρατική Αριστερά είναι εξαιρετικά ευτυχής που καλωσορίζει σήμερα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο την Υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιρλανδίας, χώρας η οποία ασκεί την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το τρέχον εξάμηνο. Εδώ και πέντε χρόνια εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η Ε.Ε. ταξιδεύει μέσα σε πολύ ταραγμένα νερά. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της οικονομικής κρίσης, πέρα βέβαια από τα μέτρα λιτότητας, τα οποία έχουν φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση ένα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού, είναι η ανάδειξη αντιδημοκρατικών σχηματισμών, οι οποίοι δεν σέβονται τις θεμελίους λίθους της Ε.Ε. και για το οποίο θέμα, πολύ πρόσφατα το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει εκφραστεί με έναν τρόπο πάρα πολύ ανησυχητικό. Η κρίση, λοιπόν, ανέδειξε όλες τις ανησυχίες της Ε.Ε. και μόνο με αυτή την έννοια η κρίση ναι, μπορεί να εκληφθεί ως ευκαιρία.
Πέρα από τους ιστορικούς φιλικούς δεσμούς που συνδέουν τις δύο χώρες, βλέπουμε ότι η Ελλάδα και η Ιρλανδία τα τελευταία χρόνια έχουν και μία κοινή πορεία. Πάρα πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, αναφερθήκατε στους διαφορετικούς λόγους που οδήγησαν την Ιρλανδία και την Ελλάδα στην οξεία οικονομική κρίση, την οποία βιώνουν τα τελευταία χρόνια. Όμως, νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μας, ότι πέρα από τις διαφορές, υπάρχουν και πολλές ομοιότητες, οι οποίες εδράζονται κυρίως στα δομικά προβλήματα, τα οποία έχει η Ε.Ε., αλλά ιδιαίτερα το ευρώ και η κατασκευή του. Δηλαδή, προηγήθηκε της πολιτικής ολοκλήρωσης η οικονομική ολοκλήρωση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, η Ε.Ε. δεν θα ταλανιζόταν από την οικονομική κρίση, αλλά σίγουρα θα ήταν πιο θωρακισμένη. Από εκεί και πέρα αναπτύσσονται διάφορα θέματα ευρωσκεπτικισμού. Βέβαια, με χαρά διαπιστώνω, διαβάζοντας τον Ιρλανδικό Τύπο ότι αυτή δεν είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας και παρόλο που η Ιρλανδία σίγουρα θα μπορούσε να της περάσει πιο εύκολα από το μυαλό να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, δεν παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα. Έχοντας τη χαρά να μιλώ και με αξιωματούχους της Ιρλανδίας, βλέπουμε ότι τοποθετούνται πολύ ώριμα πάνω σ' αυτό το θέμα λέγοντας ότι πέρα από τα προβλήματα, υπάρχει και η αίσθηση του συν-ανήκειν. «Είμαστε μία χώρα που ήταν από τις πρώτες που επέλεξε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ και είμαστε, ανήκουμε και θέλουμε να ανήκουμε στην ευρωπαϊκή οικογένεια».
Κάτι τελευταίο, που θα ήθελα να εξηγήσετε κυρία Υπουργέ, απευθυνόμενη στο λογικό και όχι στο εθιμικό, είναι τι θα σημάνει η μη ψήφιση του προϋπολογισμού από το Ευρωκοινοβούλιο.

Ομιλία στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων για Μνημόνιο Συνεργασίας με το Μαυροβούνιο

Ομιλία στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων με θέμα: "Κύρωση του Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Εξωτερικών και Ευρωπαϊκής Ένταξης του Μαυροβουνίου για την επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης του Μαυροβουνίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση".

 

Για το Μαυροβούνιο ειπώθηκε ότι αποσχίστηκε με περίεργο τρόπο από την Σερβία. Θα ήθελα να θυμίσω ότι το Μαυροβούνιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του το 2006, μετά από ένα δημοψήφισμα που δεν αντέχει σε καμία κριτική ότι δεν ήταν διαφανές, δημοκρατικό και μάλιστα τα ποσοστά υπέρ της απόσχισης ήταν συντριπτικά. Ήταν άλλων εποχών και άλλων καθεστώτων. Μάλιστα, ενώ ο διαχωρισμός της Τσεχοσλοβακίας σε Τσεχία και Σλοβακία έχει κλέψει το τίτλο του βελούδινου διαζυγίου, στην περίπτωση της Σερβίας και του Μαυροβουνίου θα ταίριαζε περισσότερο, με την έννοια ότι ήδη η Σερβία είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί το οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Στο δημοψήφισμα που έγινε, προκειμένου να ληφθεί απόφαση για ένταξη του Μαυροβουνίου στην Ε.Ε., το 9% που δήλωσε ότι είναι κατά της ενταξιακής διαδικασίας είχε ένα και μοναδικό επιχείρημα, επειδή δεν υπάρχει εθνικιστικό κίνημα στο Μαυροβούνιο: «Για ποιόν λόγο να ενταχθούμε στην Ε.Ε.; Για ποιόν λόγο να υποστούμε όλους αυτούς τους ελέγχους; Για ποιόν λόγο να είμαστε στο διηνεκές υπόλογοι; Γιατί να μη μείνουμε μόνοι μας και να γίνουμε το Μονακό της Ευρώπης και τα νησιά Καυμάν της Ευρώπης;» Αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την πορεία της συζήτησης.
Το Μαυροβούνιο, αμέσως μετά την ανεξαρτησία του και με πολύ γρήγορους ρυθμούς βρέθηκε μπροστά στην πόρτα των διεθνών οργανισμών. Οι διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησαν το 2008. Το 2010 υπήρξε η πρώτη έκθεση της Επιτροπής, η οποία πράγματι μιλάει για διαφθορά, για μεγάλες αδυναμίες του δικαστικού συστήματος να την αντιμετωπίσει, για την κακή λειτουργία του κοινοβουλίου και για προβλήματα στη διεξαγωγή των εκλογών. Το 2010, η επόμενη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκει ότι έχουν γίνει πολύ μεγάλες πρόοδοι κυρίως το θέμα του δικαστικού ελέγχου και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος.
Στο κρίσιμο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τουλάχιστον από την τελευταία έκθεση της Επιτροπής, βλέπουμε ότι διαπιστώνονται πολύ μεγάλα προβλήματα στο θέμα της ισότητας των δύο φύλων και στο θέμα της ενδοοικογενειακής βίας.
Θα ήθελα να σημειώσω ότι στις πρόσφατες εκλογές που έγιναν στο Μαυροβούνιο και για τις οποίες ακούστηκαν διάφορα πράγματα εδώ, υπήρξε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων και παρατηρητών που εστάλη από το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου συμμετείχαν και έλληνες συνάδελφοί μας και νομίζω ο πρόεδρος της επιτροπής μας, ο κ. Βαρβιτσιώτης.
Έχω μπροστά μου το ανακοινωθέν που έβγαλε η Επιτροπή Παρατηρητών, που δεν έχει διαγνώσει προβλήματα στη διεξαγωγή των εκλογών και το μόνο σημείο το οποίο σημειώνουν, είναι το γεγονός ότι ενώ έγιναν οι ίδιοι δέκτες κάποιων μεμονωμένων παραπόνων κι ενώ παρότρυναν τους πολίτες να αποταθούν στις Αρχές δεν το έκαναν.
Παρατηρούν μάλιστα ότι αυτό ακριβώς το σημείο είναι ενδεικτικό του δισταγμού των πολιτών να αποταθούν στην κεντρική εξουσία και έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Μετά από τις εκλογές, η Επιτροπή της Βενετίας, του Συμβουλίου της Ευρώπης, προχώρησε στην έκδοση ανακοινωθέντος, όπου σημειώνει τις προόδους που έχουν συντελεστεί στη δημοκρατία του Μαυροβουνίου και βέβαια ενθαρρύνει τις προσπάθειες στους τομείς της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και της καλύτερης λειτουργίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας τους.
Η χώρα μας οφείλει να συνεισφέρει σε αυτήν την ενοποιητική διαδικασία. Η προάσπιση της ειρήνης, της δημοκρατίας, της κοινωνικής ευημερίας και ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, στα Βαλκάνια, όπως αυτά προβάλλονται μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, θα μας αποκομίσει οφέλη και θα μας βγάλει από έναν σχετικό, γεωγραφικό απομονωτισμό.
Επίσης, επειδή κάποιος συνάδελφος αναρωτήθηκε ότι από τη στιγμή που υπάρχουν διπλωματικές σχέσεις, τι εξυπηρετεί η σύναψη ενός μνημονίου, νομίζω ότι είναι σαφές: γιατί η συνεργασία θα γίνεται με ένα πολύ πιο δομημένο και με έναν πολύ πιο συγκεκριμένο τρόπο.

Copyright © 2012. www.mariayannakaki.gr | Όλα τα νέα σήμερα newspolis.gr | Designed by Shape5.com

Η επίσημη ιστοσελίδα της Μαρίας Γιαννακάκη | υποψηφιοι, Αττική, περιφέρεια, Παρέμβαση, για την Αττική, Β' Πειραιά, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Αγ. Ιωάννης, Ρέντης, Πέραμα, Πειραιάς, Ανθρώπινα, δικαιώματα, LGBT, ισότητα, Εξωτερική, πολιτική, Εθνική Άμυνα, Τουρκία, Κύπρος, Κυπριακό, Ευρωπαϊκή, Ένωση, ομοφυλόφιλοι, Ρομά