Ομιλίες

Ομιλία στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων σχετικά με την κύρωση της Συμφωνίας για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων

Ομιλία στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων

κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας και εξέτασης των σχεδίων νόμων του Υπουργείου Εξωτερικών με θέμα:
«Κύρωση της Συμφωνίας για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων και της Συμφωνίας Σύμπραξης για τις σχέσεις μεταξύ των Ομοσπονδιακών Αρχείων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων».

 

Η Διεθνής Υπηρεσία Αναζητήσεων κατέχει το μεγαλύτερο αρχείο, παγκοσμίως, των πρωτότυπων εγγράφων σχετικά με το Ολοκαύτωμα και τα εκατομμύρια των λεγόμενων εκτοπισμένων που σύρθηκαν μακριά από τις οικογένειές τους στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι οποίοι στάθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία στο βωμό του ναζισμού.

Σε πολλές περιπτώσεις, εκείνοι που ψάχνουν για μέλη της οικογένειάς τους ήταν παιδιά όταν απομακρύνθηκαν από τους γονείς τους για να σταλούν στην φυλακή ή να καταδικαστούν σε καταναγκαστική εργασία. Επομένως, νιώθουν την ανάγκη στο τέλος της ζωής τους να ανακαλύψουν τι συνέβη με τους γονείς τους και να αναζητήσουν τις ρίζες τους.

Ένα άλλο τυπικό αίτημα προέρχεται από οικογένειες στη Ρωσία, τις χώρες της Βαλτικής, την Ουκρανία ή τη Λευκορωσία, όταν οι συγγενείς που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα και όντας εγκλωβισμένοι στη Δυτική Ευρώπη κατά το τέλος του πολέμου, επέλεξαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική ή την Αυστραλία.

Ενδεικτικό των ανωτέρω είναι το γεγονός ότι η εν λόγω Υπηρεσία συμβάλλει, μέσω των αρχείων της, στην επανένωση 30 έως 50 οικογενειών ετησίως. Επίσης, λαμβάνει περίπου 1.000 αιτήσεις ανά μήνα από ανθρώπους που προσπαθούν να ανακαλύψουν τι συνέβη στους προγόνους τους στον πόλεμο. Τα πραγματικά αιτήματα που αφορούν στον εντοπισμό επιζώντων εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περίπου το 3 τοις εκατό των ερευνών.

Το αρχείο της Υπηρεσίας είναι τεράστιο και πέραν του προαναφερθέντος σκοπού, η συντήρηση των εν λόγω αρχείων καθίσταται ένα σημαντικό έργο, αυτοτελώς.

Κατά το παρελθόν υπήρξε μια διαμάχη αναφορικά με το κατά πόσο τα αρχεία θα πρέπει να είναι δημόσια ή όχι. Η Γερμανική πλευρά πρόβαλε το επιχείρημα της ύπαρξης εθνικού νόμου, σύμφωνα με τον οποίο τα αρχεία παραμένουν κλειστά στο κοινό για 100 χρόνια από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της υπηρεσίας. Το παραπάνω επιχείρημα δεν έστεκε λόγω του διεθνούς  χαρακτήρα της υπηρεσίας, οπότε η επίκληση εθνικής νομοθεσίας κρίθηκε άτοπη και αβάσιμη νομικά.

Κατόπιν πιέσεως η Υπηρεσία άνοιξε μερικώς τα αρχεία της προς το κοινό, δίνοντας από ένα αντίγραφο σε κάθε κυβέρνηση που έχει υπογράψει την συγκεκριμένη Συμφωνία, δίνοντας την δυνατότητα έρευνας βασισμένης στα αρχεία αυτά, καθώς και δυνατότητας λήψης αντιγράφων κατόπιν αμοιβής.

Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που κυρώνει την Συμφωνία με σημαντική καθυστέρηση, γεγονός που δεν μας τιμά ιδιαίτερα.

Αναφορικά με το κείμενο της Συνθήκης θα πρέπει να εστιάσουμε στο άρθρο 7, με το οποίο δίδεται η δυνατότητα στην ΔΥΑ να προβεί και σε άλλου είδους ενέργειες, υπό την προϋπόθεση ότι σχετίζονται με τις πληροφορίες που υπάρχουν στο αρχειακό υλικό της. Οι διατάξεις του άρθρου θα μπορούσαν να ήταν πιο αυστηρές ώστε να διασαφηνίζονται επακριβώς τα όρια, εντός των οποίων μπορεί να δράσει η Υπηρεσία.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν λείπουν τα μεταφραστικά λάθη από το Ελληνικό κείμενο. Ειδικότερα ο τίτλος του άρθρου 11, στο Αγγλικό κείμενο αναφέρεται ως privacy και στο αντίστοιχο Ελληνικό μεταφράζεται ως Ιδιωτική ζωή, αντί ιδιωτικότητας.

Πιο σημαντικό λάθος όμως αποτελεί αυτό στο άρθρο 8 υποπαράγραφος β, όπου ο όρος impair, δηλαδή βλάπτουν, μεταφράζεται ως «παρεμποδίζουν», δίνοντας εντελώς διαφορετική ερμηνεία στην συγκεκριμένη διάταξη. Στο αρχικό κείμενο υπονοείται ο περιορισμός της έρευνας όταν υπάρχει κίνδυνος καταστροφής ή αλλοίωσης του εγγράφου, ενώ από την Ελληνική μετάφραση υπονοείται ουσιαστικά η δυνατότητα της Υπηρεσίας να διακόψει την όποια έρευνα, με πρόφαση την παρεμπόδιση του έργου της.

Τέλος, δεδομένου του άρθρου 24β όπου ο λογιστικός έλεγχος ασκείται από την αρμόδια Γερμανική αρχή, η ύπαρξη του Θεσμικού Εταίρου είναι ίσως περιττή, όπως περιττή είναι και η πρόβλεψη του άρθρου 17 παράγραφος β περί σύναψης σχέσεων με άλλους θεσμούς, εφόσον η συνεργασία δεν αφορά σε αυστηρώς συναφή, με τον σκοπό της Υπηρεσίας, αντικείμενο.

Ομιλία στην ειδική συνεδρίαση σχετικά με την παραπομπή του πρώην υπουργού Γ. Παπακωνσταντίνου

Η Δημοκρατική Αριστερά με σειρά ερωτήσεων και παρεμβάσεων έχει αναδείξει το θέμα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής ως ζήτημα τιμής και αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και, προφανώς, ηθικής τάξης έναντι των πολιτών που υποφέρουν.
Στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου η προσπάθεια για την επίλυση αυτού του σοβαρού προβλήματος δεν είχε απτά αποτελέσματα. Και αυτό ενώ έχουν συναφθεί διακρατικές συμφωνίες για την ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα φορολογικών υποθέσεων.
Η καθυστέρηση αυτή είναι αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο, καθώς και όλα τα απαραίτητα εργαλείο ώστε να επιτευχθεί άμεσα η πάταξη της φοροδιαφυγής που θα σημάνει την αύξηση των εσόδων του κράτους και κατά συνέπεια όλων εκείνων που μέχρι σήμερα έχουν επωμιστεί το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος.
Ο Υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Μαυραγάνης, απαντώντας, επανέλαβε τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, χωρίς ωστόσο να αναφέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα των ελέγχων των φυσικών και νομικών προσώπων - υπόπτων για φοροδιαφυγή, χωρίς να ορίσει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την κατάληξή τους και ουσιαστικά χωρίς να απαντήσει στο σαφές ερώτημα για την έκβαση των υποθέσεων που σχετίζονται με τις λίστες των πολιτών με εμβάσματα στο εξωτερικό, όπως η λίστα Λαγκάρντ, Λιχτενστάιν κλπ..
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα, ανεξαρτήτως της μορφής διακυβέρνησής τους, κοινοβουλευτικά ή προεδρικά, η πολιτική και ποινική ευθύνη είναι διακριτές μεταξύ τους τόσο ως προς το σκοπό που επιδιώκουν, όσο και ως προς τη διαδικασία. Η πολιτική ευθύνη αφορά στις πράξεις και παραλείψεις των μελών της κυβέρνησης που ελέγχονται από τη Βουλή, με τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου, για βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, ενώ, αντίθετα, στην ποινική ευθύνη διερευνάτε η διάπραξη αξιόποινων πράξεων από τις δικαστικές Αρχές και από τη Βουλή με την ειδική διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών.
Ωστόσο, ιστορικά μεταξύ των δύο μορφών ευθύνης υπάρχει μία άρρηκτη σχέση. Εξ' αρχής η απόδοση ποινικής ευθύνης ήταν μια διαδικασία που περιελάμβανε την πολιτική αξιολόγηση του έργου των Υπουργών -είχε επομένως έκδηλα πολιτικά στοιχεία- και ως εξαιρετική διαδικασία διαφοροποιούνταν σαφώς από την ποινική ευθύνη των απλών πολιτών.
Η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης συλλογικά και των μελών της ατομικά αφορά στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής γενικότερα και των υπουργικών αρμοδιοτήτων ειδικότερα. Η ευθύνη αυτή εξειδικεύεται αφενός με την αρμοδιότητα της Βουλής να καλεί τους Υπουργούς να λογοδοτήσουν ενώπιών της για πράξεις ή παραλείψεις τους, ασκώντας κοινοβουλευτικό έλεγχο και αφετέρου με την έκφραση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της. Η παροχή εμπιστοσύνης από τη Βουλή προς την κυβέρνηση συνεπάγεται και αντίστοιχη ανάληψη ευθύνης από την τελευταία για το κυβερνητικό έργο.
Στη χώρα μας οι Υπουργοί αισθάνονται ότι έχουν ευθύνη μόνο έναντι αυτού που τους διόρισε, δηλαδή του Πρωθυπουργού και όχι έναντι του Κοινοβουλίου, του οποίου απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη.
Επίσης, συχνά παραγνωρίζεται ότι η πολιτική ευθύνη συνεπάγεται πολιτική κύρωση. Δημόσια ανάληψη πολιτικής ευθύνης χωρίς παραίτηση ή αποπομπή, συνιστά πολιτική υποκρισία.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάργηση στην πράξη της πολιτικής ευθύνης, αλλά και της πολιτικής τιμής και περηφάνιας που οδήγησε πολιτικούς άλλων κρατών ακόμη και στην αυτοκτονία, σε χώρες, δηλαδή, που δεν ενδημεί το παραδοσιακό ελληνικό φιλότιμο, αλλά ο αλλοτριωτικός ατομισμός, όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί της καθ' ημάς Ανατολής, ευνοεί ένα κλίμα δυσπιστίας που ενισχύεται από τα φαινόμενα διαφθοράς, εκτεταμένης κοινωνικής απαξίας της πολιτικής και διάχυτης ανομίας. Έτσι, διαμορφώνεται ένας ισχυρός φαύλος κύκλος κακοδιοίκησης, πολιτικής ανευθυνότητας, μειωμένης αντίληψης του καθήκοντος και επιλεκτικής τήρησης της νομιμότητας, όπου η μία παθογένεια τροφοδοτεί την άλλη και όπου οι πολίτες καθηλώνονται σε μία μοιρολατρική αποδοχή των τετελεσμένων.
Ήδη εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι παρατηρείται από τα τέλη της δεκαετίας του '80 και του '90 μία κρίση εμπιστοσύνης στους βασικούς θεσμούς του πολιτικού συστήματος, τάση που συνοδεύεται από μια διάχυτη πολιτική απάθεια και αυτό που έχουμε μάθει να ονομάζουμε «πολιτικό κυνισμό». Η λογοδοσία ως συστατικό της πολιτικής ευθύνης πάσχει όχι μόνο γιατί οι κυβερνώντες δεν λογοδοτούν, αλλά και γιατί οι κυβερνώμενοι δεν ενδιαφέρονται πλέον να τους ζητήσουν το λόγο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μιας αναιμικής και απονομιμοποιημένης πολιτικής ευθύνης πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πολιτική ευθύνη των Υπουργών, διότι είναι σαφές ότι μεταξύ των δύο υπάρχει ένα ισοζύγιο, η ισορροπία του οποίου αποτυπώνει και την ποιότητα του κοινοβουλευτικού μας βίου.

Ομιλία στην Ημερίδα της ΓΣΕΒΕΕ "ΟΑΕΕ: προβλήματα και προοπτικές"

Βασικό, μέχρι πρότινος, χαρακτηριστικό της Ελληνικής οικονομίας ήταν η εξάρτησή της από την εσωτερική ζήτηση. Η οικονομία ήταν δομημένη πάνω στην κατανάλωση που δημιουργείτο από τους μισθούς. Η παρούσα οικονομική κρίση και η συνεπακόλουθη πολιτική της λιτότητας είχε ως αποτέλεσμα την συμπίεση των μισθών, αλλά και των κρατικών δαπανών, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της ζήτησης. Παράλληλα, η τραπεζική κρίση έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη οικονομικής ρευστότητας. Επομένως οι εγχώριες επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έρχονται αντιμέτωποι με ένα διττό πρόβλημα. Αφενός, αντιμετωπίζουν δραματική μείωση των πωλήσεων των προϊόντων και των υπηρεσιών τους και αφετέρου, συναντούν σημαντικές δυσκολίες στην είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεών τους, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να οδηγούνται στον τερματισμό της δραστηριότητάς τους, ενώ οι υπόλοιπες να δαπανούν ιδία ποσά για την συντήρησή τους, προσμένοντας την επάνοδο της οικονομίας και κατ'επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων τους.
Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν έως τώρα, μέσω των μνημονίων δεν ήταν ούτε τολμηρές, ούτε έγκαιρες. Το μείγμα αυτών των πολιτικών ενείχε λανθασμένες αντιλήψεις καθώς και ελλιπή κατανόηση των χαρακτηριστικών της ιδιάζουσας Ελληνικής οικονομίας. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει επισημάνει την ανάγκη συνυπολογισμού των επιπτώσεων της ύφεσης στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Σκοπός μας είναι να αλλάξουμε το ισχύον πλαίσιο λιτότητας, ώστε να τονωθεί η εσωτερική ζήτηση, ενώ παράλληλα η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα θα συμβάλλει θετικά στην έλλειψη οικονομικής ρευστότητας. Κατά αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί ένα υγιές πλαίσιο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, κατά κανόνα οι πολιτικές αυτές αποδίδουν μεσοπρόθεσμα, επομένως θα πρέπει να δείξουμε ιδιαίτερη μέριμνα σε τρέχοντα ζητήματα. Είναι γεγονός ότι πέραν των θεμάτων των μειωμένων πωλήσεων και της αδυναμίας εισπράξεως, η επίλυση των οποίων έχει τον δικό της χρονικό ορίζοντα, οι συνθήκες που διέπουν την λειτουργία του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) αποτελούν τροχοπέδη στην εμπορική δραστηριότητα.
Λόγω της οικονομικής κρίσης, οι ασφαλισμένοι έχουν βρεθεί με χρέη προς τον Οργανισμό, τα οποία δυσκολεύονται ή δεν μπορούν να αποπληρώσουν. Είναι γεγονός ότι ο ΟΑΕΕ επιβάλλει ιδιαίτερα υψηλές εισφορές, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει, ενώ οι οφειλέτες δεν μπορούν να έχουν ασφαλιστική ενημερότητα, υγειονομική περίθαλψη και υφίστανται ποινικές κυρώσεις.
Οι ασφαλιστικές εισφορές στον ΟΑΕΕ αυξάνονται βάσει των ετών λειτουργίας της επιχείρησης, κάτι που ισχύει βέβαια και για άλλα ταμεία. Με άλλα λόγια όσα περισσότερα έτη λειτουργεί μία επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερες εισφορές πληρώνει. Το σκεπτικό της ρύθμισης αυτής βασίζεται στο γεγονός ότι με το πέρασμα των ετών η επιχείρηση εδραιώνει την θέση της στην αγορά και κατόπιν αυξάνει το μερίδιό της σε αυτήν. Επομένως η ισχύουσα αντίληψη για την επιχείρηση είναι ότι η τελευταία διογκώνεται συνεχώς οπότε μπορεί να συνεισφέρει περισσότερο.
Το σκεπτικό αυτό είναι παντελώς λανθασμένο, καθώς αποτυγχάνει να συμπεριλάβει στις διατάξεις του την έννοια του οικονομικού κύκλου. Η περίοδος οικονομικής άνθησης ακολουθείται πάντοτε από μία περίοδο ύφεσης και κατόπιν στασιμότητας, έως ότου ξαναρχίσει η ανάκαμψη και ούτω καθεξής. Επομένως οι επιχειρήσεις σε περίοδο ύφεσης και ενώ αντιμετωπίζουν πτώση στις πωλήσεις τους, καλούνται να καταβάλουν υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικότερα, δε, σε περιόδους κρίσεων, όπου η ύφεση είναι πολύ εντονότερη, ο τρόπος που λογίζονται οι εισφορές οδηγεί τις επιχειρήσεις σε οριακό σημείο, με τους κίνδυνους που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Είναι πολύ σημαντικό να αλλάξουμε το ισχύον καθεστώς και να το εναρμονίσουμε στις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας. Με γνώμονα αυτό το σκεπτικό, προτείνουμε τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών ανάλογα του επιχειρηματικού τζίρου των επιχειρήσεων και όχι βάσει των ετών ασφάλισης.
Επίσης θα ήθελα να αναφέρω την ερώτηση που καταθέσαμε στον αρμόδιο Υπουργό, ζητώντας να προβεί σε έκδοση Υπουργικής Απόφασης για την αναθεώρηση των μηνιαίων εισφορών, όπως προβλέπεται από τον Νόμο. Να σημειωθεί ότι οι εισφορές υπολογίζονται ως ένα ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η τελευταία Υπουργική Απόφαση έλαβε χώρα το 2009, επομένως οι εισφορές υπολογίζονται βάσει ενός κατά κεφαλήν ΑΕΠ το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αδιαφορία του αρμόδιου Υπουργείου κινείται στα όρια της παρατυπίας, αν δεν τα έχει ξεπεράσει.
Τα ανωτέρω εντάσσονται σε ένα ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο αναφορικά με την λειτουργία του ΟΑΕΕ, η θέσπιση και η υλοποίηση του οποίου έχουν μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα. Ωστόσο, υπάρχουν τρέχοντα, σημαντικά ζητήματα τα οποία πρέπει να ρυθμιστούν άμεσα, αφού η υφιστάμενη ύφεση επιβάλλει την ανάληψη άμεσων πρωτοβουλιών.
Σε αυτό το πλαίσιο η Δημοκρατική Αριστερά θα καταθέσει τις προσεχείς μέρες Πρόταση Νόμου, μέσω της οποίας θα προβλέπεται ρύθμιση για την αποπληρωμή των χρεών συγκεκριμένης ομάδας ασφαλισμένων στον ΟΑΕΕ, προς αυτόν. Συγκεκριμένα για τους οφειλέτες τα αντίστοιχα ποσά των οποίων δεν υπερβαίνουν τις 5.000 ευρώ, με προσαύξηση 1.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο μέλος, προβλέπεται η δυνατότητα καταβολής των οφειλών σε διμηνιαίες δόσεις, με την πρώτη αποπληρωμή να καταβάλλεται τον Ιανουάριο του 2015. Ενδεχομένως το ποσό να διαμορφωθεί υψηλότερα. Οι διαδικασίες ρύθμισης θα είναι απλοποιημένες και θα υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας, ενώ όσοι υπαχθούν στην ρύθμιση θα είναι αυτομάτως ασφαλιστικά ενήμεροι.
Για όσους ασφαλισμένους το εισόδημα βρίσκεται έως και 15% άνω του ορίου της φτώχειας, όπως αυτό ορίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ, θα δίνεται η εξής επιλογή. Θα μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να καταβάλλουν μόνο την εισφορά που αναλογεί στον κλάδο ασθενείας, για διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο ετών.
Επίσης οι προαιρετικώς ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ θα μπορούν να κάνουν χρήση της ανωτέρω επιλογής, αλλά και να ενταχθούν στην αμέσως κατώτερη, της υφιστάμενης, κλίμακα.
Σχετικά με τις ασφαλιστικές κλίμακες, οι ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ η επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων παρουσιάζει αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα για δύο συναπτά έτη, έχουν την δυνατότητα να ενταχθούν σε κλίμακα δύο θέσεις κατώτερη της υφιστάμενης. Για αυτούς που ανήκουν στην δεύτερη κλίμακα, πέραν της ένταξης στην πρώτη, προβλέπεται επιπλέον έκπτωση ίση της διαφοράς μεταξύ πρώτης και δεύτερης, ενώ για όσους ανήκουν στην πρώτη κλίμακα προβλέπεται έκπτωση ίση με την διαφορά πρώτης και τρίτης.
Επίσης προβλέπεται η άρση της ποινικοποίησης της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον ΟΑΕΕ για τους οφειλέτες, τα αντίστοιχα ποσά των οποίων δεν υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο όριο.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι η συγκεκριμένη παρέμβαση δεν στοχεύει στην διατύπωση μιας συνολικής θέσης σε σχέση με τον ΟΑΕΕ και τον τρόπο με τον οποίο αυτός πρέπει να μεταρρυθμιστεί, αλλά στην προώθηση μέτρων με στόχο την άμεση ελάφρυνση μιας ειδικής ομάδας οφειλετών. Απώτερος στόχος είναι να αποτραπούν οι ακραίες καταστάσεις - π.χ. κλείσιμο καταστημάτων - αλλά και να δοθεί μια ρεαλιστική δυνατότητα σε αυτούς τους ανθρώπους να ρυθμίσουν την οφειλή τους.
Τα ανωτέρω αποτελούν τον κορμό της Πρότασης Νόμου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος τόσο για βελτιώσεις όσο και για εμπλουτισμό των σχετικών διατάξεων. Η Δημοκρατική Αριστερά επιθυμεί και προτείνει την διαβούλευση τόσο σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων, όσο και σε επίπεδο αρμόδιων φορέων. Στόχος μας είναι η ευόδωση του σχεδίου, η ουσία δηλαδή, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί και μέσω μιας ευρύτερης συνεργασίας.
Επιτρέψτε μου, σε αυτό το σημείο, να φύγω από το στενό πλαίσιο που ορίζει η θεματική της σημερινής ημερίδας και να επεκταθώ στις αιτίες που έχουν οδηγήσει στις προαναφερθείσες προβληματικές και κυρίως στην αντιμετώπισή τους.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, οι συζητήσεις εστιάζουν κυρίως στο ζήτημα της ανεργίας, με προβλέψεις για χρήση αρκετά μεγάλων κοινοτικών κονδυλίων για την αντιμετώπισή της. Ωστόσο, η ανωτέρω αντίληψη είναι λανθασμένη αφού η ανεργία δεν είναι ένας εξωγενής παράγοντας, αλλά το αποτέλεσμα της ύφεσης. Στην ουσία προσβλέπουν στην αντιμετώπιση του συμπτώματος και όχι της ασθένειας. Θα πρέπει να εστιάσουμε λοιπόν στις αναπτυξιακές πολιτικές και όχι στην ανεργία.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εξεταστεί μια σωρεία προβλημάτων και οι λύσεις αυτών, αλλά για την οικονομία του χρόνου θα αναφερθώ μόνο σε συγκεκριμένα ζητήματα.
Η κυρίαρχη αντίληψη για τον τουρισμό, ο οποίος αποτελεί και ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελληνικής οικονομίας, είναι μάλλον ξεπερασμένη οπότε η επικαιροποίηση του σχετικού πλαισίου είναι αδήριτη ανάγκη. Οι αντίστοιχες πολιτικές θα πρέπει να μεριμνήσουν για την προσέλκυση ευρύτερων ομάδων τουριστών αλλά και την προώθηση πολλών και διαφορετικών τουριστικών προϊόντων.
Η Δημοκρατική Αριστερά στηρίζει σαφώς τις νέες τεχνολογίες, την προώθηση των πολιτικών που δημιουργούν οικονομίες κλίμακας, τα αγροτικά προϊόντα που χαρακτηρίζονται από την ποιότητά τους και όχι απλά από το χαμηλό τους κόστος και γενικότερα τους τομείς που παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία.
Επίσης εστιάζουμε στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ειδικότερα των νέων, με άξονα το, έως τώρα ανύπαρκτο στην Ελληνική οικονομία, αρχικό κεφάλαιο επιχείρησης, καθώς και με ρυθμίσεις που θα αποδεσμεύουν άμεσα τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, παρακάμπτοντας το ζήτημα των προβληματικών Ελληνικών τραπεζών. Ειδικότερα για το θέμα της ρευστότητας στηρίζουμε την δημιουργία τράπεζας για τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις αλλά και προτείνουμε την δημιουργία ταμείου, όπου με ελάχιστα κεφάλαια θα προβεί σε μια μορφή αντιλογισμού των χρεών των επιχειρήσεων για την αποδέσμευση των τελευταίων από τις οφειλές τους.
Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε την σημασία της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου και τις μεθόδους με τις οποίες αυτές θα πρέπει να αυξηθούν. Ειδικότερα θα πρέπει να σταθούμε στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ως το πιο μακροχρόνια αποδοτικό μέτρο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας τόσο μέσω της μείωσης του κόστους, όσο και μέσω της αύξησης της ποιότητας.
Με γνώμονα τα ανωτέρω καλούμε την ΓΣΕΒΕΕ να οργανώσει ανάλογη ημερίδα με θέμα τις αναπτυξιακές πολιτικές.

Ομιλία στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου για την πρόταση Νόμου "Ίδρυση Εθνικού Ταµείου Αλληλεγγύης Γενεών"

Το ασφαλιστικό βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης που αγγίζει μια ολόκληρη σειρά από σύγχρονα προβλήματα-μερικά προφανή (δημοσιονομική εξυγίανση, φτώχεια των ηλικιωμένων) και άλλα λιγότερο προφανή (θέση της γυναίκας, προοπτικές των νέων, δικαιώματα μεταναστών).
Ούτε λίγο ούτε πολύ η έκφανση αυτής της διαμάχης θα καθορίσει πώς θα είναι η κοινωνία που θα ζούμε στο μέλλον, εμείς και τα παιδιά μας.
Σε πρώτο επίπεδο το ασφαλιστικό γίνεται συνήθως αντιληπτό ως πρόβλημα δημοσιονομικό-και δικαίως. Οι συντάξεις αποτελούν μεγαλύτερο μερίδιο του εθνικού μας εισοδήματος (γύρω στο 12%) από ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (γύρω στο 10%). Αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά πράγματα. Είναι εσωτερική αρμοδιότητα του κάθε κράτους μέλους το που θα ρίχνει το βάρος της δημόσιας δαπάνης.
Η χρηματοδότηση του συστήματος συντάξεων είναι από τώρα προβληματική: το έλλειμμα (δηλαδή η διαφορά μεταξύ εσόδων από εισφορές και εξόδων για πληρωμή συντάξεων) εκτιμάται σε 4% έως 5% του ΑΕΠ – μιλάμε για σημαντικό τμήμα του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Και επειδή η συνεχής αναφορά σε ελλείμματα μπορεί να προκαλέσει ένα είδος ανοσίας, ας σημειωθεί ότι τα συνολικά έσοδα του κράτους από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων φτάνουν το 4,4% του ΑΕΠ.
Εάν τώρα το έλλειμμα είναι δυσβάστακτο, σε λίγες δεκαετίες θα είναι αβάστακτο. Με τα σημερινά δεδομένα (δηλαδή χωρίς δραστική μεταρρύθμιση), η δαπάνη για συντάξεις αναμένεται να εκτοξευτεί στο 19,4% το 2035, και στο 24,1% το 2060 (έναντι μόλις 11,9% και 12,6% στην Ε.Ε. των 27). Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτά τα στοιχεία δεν αμφισβητούνται από κανένα, ενώ επιβεβαιώνουν παλαιότερες εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης και των συνδικάτων. Άλλωστε, τα τελευταία δεν αρνούνται ότι στις επόμενες δεκαετίες η δαπάνη για συντάξεις θα διπλασιαστεί: απλώς ζητούν «να βρεθούν νέοι πόροι».

Βασική επιδίωξη ενός κράτος δικαίου είναι η εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης, όλων όσων ζουν εντός της επικράτειάς του ,για οποιονδήποτε λόγο και αν διαμένουν. Ειδικότερα το ζήτημα της διασφάλισης αξιοπρεπούς σύνταξης για τους πολίτες, είναι κομβικό για την πολιτεία διότι μέσα από αυτές τις ενέργειες επιβεβαιώνεται η αντίληψη ότι το κρατικό ασφαλιστικό σύστημα συνταξιοδότησης είναι κύρια κοινωνικό και κατόπιν ανταποδοτικό.
Όπως σημειώσαμε και παραπάνω στην παρούσα περίοδο είναι κοινός τόπος ότι το ασφαλιστικό σύστημα αντιμετωπίζει πολλαπλά οικονομικά προβλήματα. Με δεδομένο ότι πρόβλεψη για περαιτέρω επιδείνωση (στο εγγύς μέλλον) της δυσκολίας εξεύρεσης πόρων για να στηριχτεί ο κοινωνικός χαρακτήρας του συστήματος, η συζήτηση του παρόντος νομοθετήματος δεν μπορεί παρά να βρίσκει την ΔΗΜΑΡ απολύτως σύμφωνη με το περιεχόμενό του.

Η δημιουργία ειδικού κεφαλαίου με την επωνυμία «Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών» (ΕΤΚΑΓ), στόχο έχει τη δημιουργία αποθέματος για την πρόσθετη χρηματοδότηση των κλάδων σύνταξης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και τη διασφάλιση των συντάξεων των νέων γενεών.
Αναφέρεται στο νομοσχέδιο ότι βασική πηγή χρηματοδότησης του Ταμείου είναι οι πόροι από τα έσοδα του κράτους που προέρχονται από τα μερίσματα, τα δικαιώματα και την φορολογία των εταιρειών, οι οποίες θα αναλάβουν την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και από την διάθεση αδειών για έρευνες.
Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι στο άμεσο μέλλον πρέπει να σκεφτούμε και την περαιτέρω αύξηση των πόρων αυτού του ταμείου και από άλλες ανάλογες πηγές όπως αυτές των εταιρειών εξορύξεως μεταλλευμάτων, ή φορολογίας εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα που με επιτυχία έχουν εφαρμοστεί και αποδώσει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (βλέπε Σουηδία) οδηγώντας σε μεγαλύτερη ανάπτυξη και ευημερία τόσο τους πολίτες τους όσο και το φυσικό περιβάλλον.
Στην Πρόταση Νόμου αναφέρεται η πρόβλεψη ότι, κατά τα επόμενα 25-30 χρόνια, μπορεί να έσοδα αυτά να ξεπεράσουν τα 150 δις ευρώ, οπότε η διάθεση ενός σημαντικού μέρους τους (άνω του 70%) στα ασφαλιστικά ταμεία θα αποτελέσει μια νέα, ιδιαιτέρως μεγάλη, πηγή χρηματοδότησης. Προβλέπεται επίσης η ενσωμάτωση στο υπό ίδρυση Ταμείο των λογαριασμών, και των ποσών που έχουν καταβληθεί σε αυτούς από το ΑΚΑΓΕ (δημόσιο κεφάλαιο αλληλεγγύης γενεών) που δημιουργήθηκε με το νόμο 3655/2008.
Το ποσό αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο. Μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο ορθολογικής αξιοποίησης εθνικού πλούτου, με κύρια στόχευση την ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού και την ασφάλεια των εργαζομένων, των κυριότερων παραγωγών εθνικού πλούτου. Βάζουμε ένα ακόμα στήριγμα στο κοινωνικό κράτος με αυτό το νομοσχέδιο, ενώ δημιουργούμε προϋποθέσεις αειφόρου ανάπτυξης μέσα από την διάθεση αυτών των κονδυλίων.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι παρόμοια πρακτική εφαρμόζουν στα αποθεματικά των δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων χώρες όπως Ολλανδία, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς και Ιρλανδία, όπου αυτά έχουν σημαντική περιουσία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η ορθή διαχείριση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων αποτελεί όχι μόνο ισχυρό πυλώνα αλλά και δείκτη ευημερίας μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιουσία του νορβηγικού δημόσιου συνταξιοδοτικού Ταμείου, τα κεφάλαια του οποίου προέρχονται από έσοδα από τους υδρογονάνθρακες της Νορβηγίας, ανέρχονται στο 130% του ΑΕΠ ενώ σημαντική περιουσία έχουν τα έξη Ταμεία του σουηδικού δημόσιου συστήματος (31% του ΑΕΠ) και το ιαπωνικό κρατικό Ταμείο (28%).
Θα ήθελα να επιμείνω στη Νορβηγία .Εδώ υπάρχει ανάλογη εμπειρία με την ίδρυση του Government Petrοleum Fund. Το Ταμείο αυτό χρηματοδοτείται από φόρους στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο που καταβάλλουν οι Νορβηγοί καταναλωτές, από τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας και από τα μερίσματα που εισπράττει το Ταμείο, καθώς κατέχει μετοχικό μερίδιο στη μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της Νορβηγίας .
Την περίοδο 2000-2008 το Ταμείο αναπτύχθηκε με ρυθμό μεγαλύτερο του αναμενόμενου λόγω μεταφορών μεγάλου κεφαλαίου από το Υπουργείο Οικονομικών, ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων τιμών πετρελαίου. Το 2006 μετονομάστηκε σε Ταμείο Συντάξεων (Government Pension Fund) προκειμένου να καταστεί κατανοητό στη νορβηγική κοινωνία πως απώτερος στόχος του είναι να βοηθήσει τις επόμενες γενιές. Πλέον το Ταμείο Συντάξεων της Νορβηγίας, αποτελεί το μεγαλύτερο συνταξιοδοτικό ταμείο στην Ευρώπη και το τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο, με περιουσία άνω των 400 δισ. ευρώ.
Η συνολική αξία του Ταμείου το Μάρτιο του 2012, ήταν 613 δις US $, κατέχοντας το 1% της παγκόσμιας αγοράς μετοχών (σε πληθυσμό της Νορβηγίας: 4,5 εκατ. Το 2010). Μάλιστα το ταμείο αυτό επενδύει σε εταιρίες που δεν στηρίζονται στην παιδική εργασία, δεν κάνουν εμπόριο όπλων δεν συνεργάζονται με ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα.
Με το νομοθέτημα αυτό προβλέπεται η συγκρότηση Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Ηθικής. Σκοπός του οργάνου αυτού είναι η θέσπιση κινήτρων επενδύσεων, στο πλαίσιο των Αρχών της Ηθικής Επιχειρηματικότητας, ώστε οι επενδύσεις του υπό ίδρυση Ταμείου να γίνονται με κριτήρια κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης.
Είναι κομβικό για τα επόμενα χρόνια πτυχές της ηθικής ευθύνης όπως η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του φυσικού περιβάλλοντος , ή η ανάπτυξης της αστικής δημοκρατίας, να αποτελέσουν πλειοψηφικό ρεύμα και στο χώρο των οικονομικών επενδύσεων. Η επένδυση χρημάτων των συνταξιοδοτικών ταμείων πρέπει να αποσκοπεί στην ευημερία όλων, επενδυτών και αποδεχομένων την επένδυση.
Σε μια περίοδο κρίσης όπως η σημερινή αφήνουμε παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές την θωράκιση του κοινωνικού κράτους. Η κατασπατάληση των πόρων των προηγούμενων ετών είναι μάθημα, με παράδειγμα προς αποφυγή και οδυνηρή ήττα. Θέλουμε να καταστήσουμε σαφές, ότι το κοινωνικό κράτος, όπως και το περιβάλλον, το πήραμε δανεικό από τις επόμενες γενεές για να τους το κληροδοτήσουμε ισχυρότερο.

Ομιλία στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής 'Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων αναφορικά με την κύρωση του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα μελήματα του ιρλανδικού λαού όσον αφορά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας

Επί σειρά ετών, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσπαθήσει, βάσει του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου να βρει μια βιώσιμη ισορροπία ανάμεσα στις συνομοσπονδιακές και τις ομοσπονδιακές πολιτικές ή εναλλακτικά ανάμεσα σε ένα διακρατικό και ένα υπερεθνικό σύστημα. Η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα σε μια μακρά και περίπλοκη διαδικασία συνταγματοποίησης στην Ευρώπη, αποτελούμενη από μία μείξη εθνικών και κοινοτικών στοιχείων συνταγματικού δικαίου. Θα πρέπει να αντιληφθούμε το Σύνταγμα του ευρωπαϊκού συστήματος ως μια πολυεπίπεδη απόπειρα συνταγματισμού και ως μια διαδραστική διαδικασία για την ίδρυση, την διαίρεση, την οργάνωση και τον σχετικό περιορισμό των εξουσιών των κρατών μελών. Η συμμετοχή των εθνικών συνταγμάτων και το υπερεθνικό θεσμικό πλαίσιο θεωρούνται ως δύο αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία ενός νομικού συστήματος που διέπεται από μία συνταγματική πολυφωνία.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας περιλαμβάνει μια σειρά από ιδέες και διευκρινίσεις που είναι σημαντικές για την κατανόηση και την μελλοντική λειτουργία της ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε επιβεβαίωση των κοινών ευρωπαϊκών αξιών, καθιστώντας σαφή την προσήλωση στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, ενισχύοντας τις ευρωπαϊκές συνταγματικές αρχές, όπως αυτή της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, η συνθήκη αντανακλά την βέλτιστη μέθοδο για την δημιουργία ενός πολυεπίπεδου πλαισίου διακυβέρνησης.
Κατά αυτόν τον τρόπο, προωθείται η ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη, προσφέροντας στους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα αποτελεσματικό, διαφανές και δημοκρατικό πολιτικό εργαλείο για την καλύτερη εφαρμογή των πολιτικών κοινού ενδιαφέροντος, για τις οποίες τα επιμέρους κράτη μέλη δεν μπορούν να μεριμνήσουν αποτελεσματικά. Έτσι, η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία, αλλά αντιθέτως ενισχύει ένα πλαίσιο πολυεπίπεδης μορφής. Χαρακτηριστικό είναι, δε, το γεγονός ότι η επικύρωση της Συνθήκης λαμβάνει χώρα με τις απαιτούμενες δημοκρατικές διαδικασίες.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω καλούμαστε να επικυρώσουμε το Πρωτόκολλο σχετικά με τα μελήματα του Ιρλανδικού λαού, αναφορικά με την Συνθήκη της Λισαβόνας. Ο Ιρλανδικός λαός επικύρωσε την Συνθήκη κατόπιν δεύτερου δημοψηφίσματος. Ο λόγος έγκειται σε κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες αντίκεινται στα άρθρα 40, 41, 42 και 44 του Ιρλανδικού Συντάγματος. Αυτή ήταν η αιτιολόγηση της Ιρλανδικής πλευράς αναφορικά με το πρώτο δημοψήφισμα. Ως αποτέλεσμα αυτού το παρόν Πρωτόκολλο εμπεριέχει κάποιες διευκρινιστικές διατάξεις όπου η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν δύναται να υπερβεί των συγκεκριμένων άρθρων του Ιρλανδικού Συντάγματος. Δεδομένης της αρχής του σεβασμού στην εθνική κυριαρχία, οι Ευρωπαϊκές αρχές και τα κράτη-μέλη έκαναν αποδεκτή αυτήν την ανάγκη προς διαφοροποίηση. Ωστόσο κρίσιμο είναι να ανατρέξουμε στους λόγους για τους οποίους υπάρχει αυτή η αντίθεση.
Κάποιος θα μπορούσε να επικαλεστεί εθνικιστικούς λόγους και απροθυμία για εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων στην ΕΕ. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ήταν ανακριβές. Η Ιρλανδία, ανεξαρτήτως της παρούσας οικονομικής κατάστασής της, έχει επωφεληθεί από την συμμετοχή της στην ΕΕ. Ως μέλος της ευρωζώνης, και καθ΄όλη την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας ήταν προορισμός σημαντικού μεγέθους άμεσων ξένων επενδύσεων, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Πέραν των γλωσσικών και γεωγραφικών πλεονεκτημάτων, ένας άλλος λόγος για αυτές τις ροές επενδύσεων υπήρξε το χαλαρό φορολογικό καθεστώς των επιχειρήσεων. Ένα καθεστώς το οποίο η Ιρλανδική πλευρά επιθυμεί να διατηρήσει, παρ' όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό επέφερε το 2008 στην ιρλανδική οικονομία. Το γεγονός αυτό αντανακλάται στο άρθρο 2 του παρόντος περί φορολόγησης. Αντίστοιχες διατάξεις εξαιρούν θέματα ασφάλειας και άμυνας, καθώς και των δικαιωμάτων στην ζωή και την παιδεία από τις αντίστοιχες διατάξεις της Συνθήκης.
Οι ανωτέρω λόγοι δημιουργούν ένα σχετικό προνομιακό καθεστώς για την Ιρλανδία, χωρίς όμως, να αποτελούν ικανή συνθήκη που ανατρέπει το πνεύμα των Συνθηκών της ΕΕ. Αναλογιζόμενοι, την κριτική κατά της Συνθήκης της Λισαβόνας στο Ιρλανδικό δημοψήφισμα του 2008, δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο Ιρλανδικός λαός επέδειξε μια ψυχραιμία και ωριμότητα, υποχωρώντας από τις πιο έντονες ενστάσεις του. Το γεγονός αυτό είναι εντονότερο αν αναλογιστούμε ότι δεν υπήρξε καμία ουσιαστική αλλαγή στην Συνθήκη την οποία κλήθηκε να επικυρώσει για δεύτερη φορά το 2009. Επί της ουσίας ψηφίστηκε το ίδιο ακριβώς κείμενο.
Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, εκ φύσεως χτίζεται πάνω σε έντονες αντιδράσεις, αποκτώντας μια δυναμική και όλο μεταβαλλόμενη χροιά. Η διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτελεί την μοναδική περίπτωση στην ιστορία, όπου χώρες-μέλη εκχωρούν εθνικές κυριαρχίες, εν καιρώ ειρήνης. Για αυτόν τον λόγο ο ρυθμός εμβάθυνσης είναι αργός, αλλά συνεχής. Μέλημά μας είναι να χειριστούμε με τον βέλτιστο τρόπο, την ευκαιρία που μας έχει δοθεί για να δώσουμε μια περαιτέρω ώθηση στην διαδικασία της ενοποίησης.

Copyright © 2012. www.mariayannakaki.gr | Όλα τα νέα σήμερα newspolis.gr | Designed by Shape5.com

Η επίσημη ιστοσελίδα της Μαρίας Γιαννακάκη | υποψηφιοι, Αττική, περιφέρεια, Παρέμβαση, για την Αττική, Β' Πειραιά, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Αγ. Ιωάννης, Ρέντης, Πέραμα, Πειραιάς, Ανθρώπινα, δικαιώματα, LGBT, ισότητα, Εξωτερική, πολιτική, Εθνική Άμυνα, Τουρκία, Κύπρος, Κυπριακό, Ευρωπαϊκή, Ένωση, ομοφυλόφιλοι, Ρομά