Τα μηνύματα της πρώτης Κυριακής ήταν αξιοσημείωτα: Καταρχήν κατέρρευσε το αφήγημα, το οποίο είχε αποτυπωθεί και σε δημοσκόπηση (5 έως 7 Σεπτεμβρίου ) στα Κατεχόμενα, σύμφωνα με την οποία το 80,9% προέκρινε τη λύση των δύο κρατών, ενώ το 78,7% ήταν υπέρ του ανοίγματος των Βαρωσίων. Το 5.4% του Ερχάν Αρικλί, ηγέτη του κόμματος «Αναγέννηση» των εποίκων δείχνει ότι το εγχείρημά του δεν έπεισε ούτε τους ίδιους τους εποίκους, οι οποίοι κατέφυγαν σε άλλες επιλογές, προφανώς τώρα θα ψηφίσουν Τατάρ, ενώ ο Κουντρέτ Οζερσάι που έλαβε 5.7%, πολιτικός με μακρά συμμετοχή σε «κρατικές» δομές και πρώην εκλεκτός της Τουρκίας, έμεινε να καταγγέλλει το άνοιγμα των Βαρωσίων και να αποχωρεί από την «κυβέρνηση», προφανώς γιατί δεν ευνοούσε εκείνον. Πάντως την Τετάρτη δήλωσε ότι καλεί τους ψηφοφόρους του να ψηφίσουν κατά συνείδηση (Yeni Duzen).
Ήδη ο Τουφάν Ερχουρμάν δήλωσε ότι στηρίζει απόλυτα τον Ακιντζί στην «εκλογική αναμέτρηση» της Κυριακής. Πέρα από τις ιδεολογικές και πολιτικές τους συγγένειες, τους συνδέουν δύο βασικά διακυβεύματα αυτών των «εκλογών»: Η αταλάντευτη πίστη στην επανένωση και την Ομοσπονδία και η σε όλους τους τόνους απαίτηση για μη παρέμβαση της Τουρκίας.
Σημαίνει αυτό ότι ο Ακιντζί θα κάνει περίπατο; Όχι, βέβαια. Στην πολιτική ποτέ ένα και ένα δεν κάνουν δύο. Το ποσοστό που κατέκτησε ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν είναι όλες αριστερές μπετοναρισμένες ψήφοι.
Στο «εκλογικό» του ακροατήριο υπήρχαν και κεντρώοι, ακόμη και δεξιοί, οι οποίοι διαφωνούν με το διχοτομικό αφήγημα του Τατάρ, αλλά βρίσκουν πολύ συγκρουσιακό τον Ακιντζί με την Τουρκία. Η πλήρης διάρρηξη των σχέσεών τους γεννά τεράστια ανασφάλεια. Η Τουρκία μπορεί να είναι καταπιεστικός γονιός, αλλά ήταν πάντα εκεί. Τους στήριξε και τους προστάτευσε. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι όλη τους η οικονομία στηρίζεται στην Τουρκία, η οποία ελέγχει από το νερό μέχρι και την καταβολή των μισθών των δημοσίων Υπαλλήλων.
Η επερχόμενη «εκλογική» αναμέτρηση πέρα από τις εγγενείς ιδιαιτερότητες, ασάφεια «εκλογικών καταλόγων», καταγγελίες για χρηματισμούς και ασφυκτικές πιέσεις υπέρ συγκεκριμένου υποψηφίου, έχει και συγκεκριμένα συγκυριακά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ακόμη πιο αμφίρροπη: η πανδημία, όχι μόνο δεν επέτρεψε σε Τουρκοκυπρίους που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό να επιστρέψουν για να «ψηφίσουν», αλλά και έχει απομονώσει, έτι περαιτέρω, τους τελευταίους 7 μήνες, τα Κατεχόμενα.
Ποιος υποψήφιος θα ωφεληθεί αν στην ήδη μεγάλη αποχή της περασμένης Κυριακής προστεθούν και οι ψηφοφόροι που ο εκλεκτός τους δεν πέρασε στον Β΄γύρο;
Τρεισήμισι χρόνια μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά και διανύοντας τη μεγαλύτερη άκαρπη περίοδο μετά το 1974, όλοι συμφωνούν ότι το status quo δεν πρόκειται να συνεχιστεί στο διηνεκές. Ο εφιάλτης τής οριστικής διχοτόμησης είναι πιο κοντά παρά ποτέ, οι δεκαετίες περνούν, οι μνήμες τής συνύπαρξης ξεθωριάζουν και χάνονται με τους ανθρώπους, οι νέες γενιές έχουν συνηθίσει τα οδοφράγματα.
Το τι θα πρεσβεύει για το Κυπριακό και για τις σχέσεις με τη μητέρα πατρίδα ο επερχόμενος Τουρκοκύπριος ηγέτης είναι εξαιρετικά κρίσιμο: μια ενδεχόμενη νίκη ενός «υποψηφίου» που στηρίζει λύση στη βάση τής Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας θα συνδράμει στην προσπάθεια για επίτευξη λύσης, καθώς είναι σαφές ότι έρχονται εξελίξεις στο Κυπριακό. Η ποιότητά τους θα εξαρτηθεί, εν πολλοίς, από την «κάλπη» της επόμενης Κυριακής.