Ομιλίες

Η τουρκική πολιτική στο Κυπριακό - Ομιλία στο Συνέδριο του Πανεπιστημίου Πειραιά για την Τουρκία και την περιφερειακή της στρατηγική, 30 Μάρτη 2016

Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους που κυκλοφορεί στο χώρο των Διεθνών Σχέσεων είναι αυτός που μιλά για τη σταθερότητα της γραμμής της πολιτικής της Τουρκίας έναντι της Κύπρου και του Κυπριακού προβλήματος.
Η στάση της τουρκικής διπλωματίας άλλαξε πολλές φορές από την ανακήρυξη της τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 μέχρι σήμερα.
Μην ξεχνάμε ότι η Κύπρος και η μοίρα των τουρκοκυπρίων δεν απασχόλησε καθόλου τον Κεμάλ στις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης, αφ' ενός γιατί η διατήρηση του status quo στη Μεσόγειο ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για το νεοπαγές καθεστώς και αφ' ετέρου δεν επιθυμούσε να διαταράξουν τις σχέσεις του με την Μ. Βρετανία.
Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν άρχισαν οι πρώτες κινήσεις διεκδίκησης των ελληνοκυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα. Είμαι οπαδός μιας ιδιαίτερα αντιδημοφιλούς άποψης στον ελληνικό χώρο, που υποστηρίζει ότι ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός ήταν απόρροια του ελληνοκυπριακού και όχι φαινόμενο με ρίζες στην συνείδηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το «Ταξίμ», λοιπόν, η διχοτόμηση, ήταν η απάντηση στο ελληνοκυπριακό αίτημα της «Ένωσις».
Η στάση του μόνου κυπριακού κόμματος με τη σύγχρονη έννοια, γραφειοκρατική δομή και φορέας ιδεολογίας, στον Μεσοπόλεμο, του Κομμουνιστικού κόμματος, προκατόχου του ΑΚΕΛ, ήταν εξαιρετικά φιλική απέναντι στους τουρκοκυπρίους και μόνο όταν το ΑΚΕΛ, στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκφράζεται θετικά προς την ένωση με την Ελλάδα, ενθαρρυμένο από την προοπτική της πολιτικής επικράτησης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, οι Τουρκοκύπριοι θορυβούνται και ενθαρρυμένοι από την Άγκυρα, το 1945, προχωρούν στην ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου μαζικού τουρκοκυπριακού συνδικάτου. Μέχρι τότε η πλειονότητά τους ήταν μέλη της ΠΣΕ (Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία).
Η δημιουργία και ο αγώνας της ΕΟΚΑ για Ένωση οδηγεί στη δημιουργία της ΤΜΤ για τη διχοτόμηση.
Ακόμη και την περίοδο του 1960-1974, της κοινής πορείας ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, η Τουρκία πλειστάκις κατηγορήθηκε από την ηγεσία των τουρκοκυπρίων για προδοσία, επειδή δε συμμεριζόταν τις ακραίες θέσεις της.
Είναι ενδεικτικό πως το 1973 η Τουρκία αποδέχτηκε, ουσιαστικά, το σύνολο των 13 συνταγματικών τροποποιήσεων που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε υποβάλει το 1963, θέτοντας ως μόνη προϋπόθεση την, εκ μέρους της πλειοψηφίας, αποκήρυξη της Ένωσης.
Από το 1974 και μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, η Τουρκία βολευόταν στην τακτική της μη λύσης, κατά παρέκκλιση των αποφάσεων των Διεθνών Δικαστηρίων και των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οι συνομιλίες διεξάγονταν, από αμφότερες τις πλευρές, με τη σιγουριά ότι δε θα φτάσουν ποτέ σε αποτέλεσμα. Η κατάσταση αλλάζει όταν το 2000, αλλάζουν δύο δεδομένα σε σχέση με την ΕΕ: το πρώτο είναι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2003 και το δεύτερο η επιθυμία της Τουρκίας να προχωρήσει τις διαδικασίες της ενταξιακής της πορείας (η Τουρκία υπέβαλε αίτηση σύνδεσης με την ΕΟΚ μόλις τέσσερις εβδομάδες μετά την αντίστοιχη ελληνική το 1959, στο πνεύμα της εξισορρόπησης της ελληνικής επιρροής στον κοινοτικό χώρο. Το 1963 και μετά το πάγωμα των διαδικασιών λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1960, υπογράφεται, τελικά, η Συμφωνία Σύνδεσης Τουρκίας-ΕΟΚ, γνωστή ως Συμφωνία της Άγκυρας).
Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά αποτέλεσε άλλοθι για την Τουρκία, η οποία εμφανίστηκε ως η πλευρά που επιθυμεί λύση του Κυπριακού.
Λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα του 2004, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ με το σύνολο των εδαφών της Κύπρου και αναστολή εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στις κατεχόμενες περιοχές. Παράλληλα, η Κυπριακή Δημοκρατία διήλθε μια περίοδο διεθνών πιέσεων και απομόνωσης, η οποία θεωρήθηκε ως τιμωρία των μεγάλων δυνάμεων για την απόρριψη του σχεδίου.

Σήμερα, ο Ερντοάν και το Κόμμα του, το ΑΚΡ, είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Με την αξιωματική αντιπολίτευση να βαρύνεται με κρίματα για τα οποία δεν έχει ποτέ κάνει αυτοκριτική, με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, με ίδιο Καταστατικό από το 1924 και με τη σκιά της συνεργασίας με τους πραξικοπηματίες, αλλά και το φιλοκουρδικό Κόμμα να προωθεί τον κουρδικό εθνικισμό, ένα ερώτημα πλανάται στους διαδρόμους των Βρυξελλών και στους διπλωματικούς κύκλους: τι θα συμβεί σε αυτή τη χώρα, αν, για κάποιο λόγο, δεν υπάρχει πια Ερντοάν;
Κάποτε θεωρούσαμε ότι το ερώτημα «Θέλει η Τουρκία να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση;» αντιστρατευόταν το ερώτημα «Μπορεί να ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση;». Νομίζω ότι σήμερα αυτά τα δύο ερωτήματα αλληλοσυμπληρώνονται και βρίσκονται σε πλήρη ισορροπία: η Τουρκία δεν επιθυμεί ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση: πέραν του ότι η Ένωση πολιτικά έχει χάσει την αίγλη που είχε κάποτε, παρόλη την αποτυχία του Δόγματος Νταβούτογλου και την προσπάθειά της Τουρκίας να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, ούτε οικονομικά μπορεί να της προσφέρει πολλά πράγματα, όχι μόνο λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και λόγω του ιδιότυπου τρόπου οργάνωσης της τουρκικής οικονομίας. Η Τουρκία αυτό που ήθελε από την Ένωση φαίνεται ότι θα το πετύχει τον Οκτώβρη του 2016, ελέω προσφυγικής κρίσης: την κατάργηση της θεώρησης εισόδου.
Η Τουρκία προκειμένου να ενταχθεί στην Ένωση χρειάζεται επανίδρυση και ένα νέο Σύνταγμα, πολύ μακριά από αυτό που οραματίζεται ο Ερντοάν. Επιπλέον, αντιμετωπίζει πλήθος εξωτερικών και περιφερειακών προβλημάτων που εμπλέκονται άμεσα με τα εσωτερικά της, τα οποία επιθυμεί να διαχειρίζεται εν κρυπτώ, μακριά από ευρωπαϊκούς ελέγχους. Και όλα αυτά με τη σκιά του Κουρδικού βαριά πάνω από τη χώρα, το Κυπριακό σε πορεία γόνιμων διαπραγματεύσεων και στην αρχή ακόμη της προσφυγικής κρίσης, σε μία περιοχή όπου οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη και έρχονται να προστεθούν στα χρόνια προβλήματα της Μ. Ανατολής.
Η Τουρκία πιέζεται και από την, παραδοσιακά στο πλευρό της Κυπριακής Δημοκρατίας, ρωσική διπλωματία, που κλιμακώνει την κριτική της εναντίον των τουρκικών παρεμβάσεων, ανεβάζοντας τους τόνους μέσα από σειρά δημόσιων τοποθετήσεων. Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, βγήκε ανοιχτά και κατήγγειλε τις τουρκικές μεθοδεύσεις στην Κύπρο. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η εν λόγω «επίθεση» πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της καθιερωμένης εβδομαδιαίας ενημέρωσης των διπλωματικών συντακτών στη Μόσχα, με το Κυπριακό να τοποθετείται στην ίδια ατζέντα μαζί με θέματα όπως είναι το Συριακό, το τρομοκρατικό χτύπημα στην Άγκυρα και η Ουκρανία. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι οι Ρώσοι «επιτίθενται» ακριβώς την ίδια ώρα που η ΕΕ δείχνει, με αιχμή το Προσφυγικό, να υποκύπτει σε σειρά τουρκικών «ενταξιακών» εκβιασμών.
Επικαλούμενη «πληροφορίες από πρόσφατα δημοσιεύματα στα τουρκοκυπριακά ΜΜΕ», η κ. Ζαχάροβα κατηγόρησε τον Τούρκο πρόεδρο Ερντοάν ότι «υποκινεί ανοιχτά τους Τουρκοκυπρίους να ακολουθήσουν μια σκληρή και χωρίς συμβιβασμούς γραμμή στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις στην Κύπρο, μεταξύ άλλων και για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όπως αυτό της εδαφικής οριοθέτησης». Συνέχισε, δε, την επίθεσή της, υπογραμμίζοντας ότι «παρακινώντας τη μία πλευρά του εσωτερικού διαλόγου στην Κύπρο, η ηγεσία της Τουρκίας παρεμβαίνει κατάφωρα στη διαπραγματευτική διαδικασία, προωθώντας τα δικά της συμφέροντα, τα οποία απέχουν πολύ από την εξασφάλιση μιας πραγματικά δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού». Η κ. Ζαχάροβα αναφερόταν προφανώς στη συνάντηση που είχε ο Ερντοάν προ εβδομάδων στην Άγκυρα με ομάδα «βουλευτών» του ψευδοκράτους, μια συνάντηση στο πλαίσιο της οποίας απαίτησε να παραμείνει η Μόρφου υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση και κάλεσε τους Τουρκοκύπριους «βουλευτές» να μην κάνουν ούτε βήμα πίσω από το Σχέδιο Ανάν.
Οι αναφορές στο Σχέδιο Ανάν ξυπνούν βέβαια αλγεινές μνήμες, όχι μόνο στη Λευκωσία αλλά και στη Μόσχα. Οι Ρώσοι ήταν άλλωστε εκείνοι που είχαν τότε (τον Απρίλιο του 2004 και σε συμφωνία με τον Τάσσο Παπαδόπουλο) ασκήσει βέτο κατά της υιοθέτησης του συγκεκριμένου Σχεδίου από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Αλλά και στο πιο πρόσφατο παρελθόν, ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας στο ΣΑ του ΟΗΕ ήταν εκείνος που στα τέλη Ιανουαρίου είχε καταγγείλει την «προκλητική και υποκριτική πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα» στο Κυπριακό, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης για την εξάμηνη ανανέωση της θητείας της ΟΥΝΦΙΚΥΠ (της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο). Η ρωσική αντιπροσωπεία είχε τότε στηλιτεύσει τις συστηματικές παραβιάσεις του κυπριακού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά καθώς και την «τεράστια τουρκική στρατιωτική παρουσία» στα Κατεχόμενα. Είχε επίσης αμφισβητήσει την «καθαρότητα» των τουρκικών προθέσεων στο Κυπριακό, ενώ είχε αποκηρύξει και το καθεστώς των εγγυήσεων ως αναχρονιστικό. Την κατάργηση των εγγυήσεων είχε ζητήσει άλλωστε και ο ίδιος ο Σεργκέι Λαβρόφ κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2015.
Η Τουρκία σήμερα γνωρίζει πολύ καλά ότι η διατήρηση της σημερινής κατάστασης στην Κύπρο μόνο αρνητικές συνέπειες συσσωρεύει: έχει αποκλειστεί από τις τριμερείς συναντήσεις Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και η αμέριστη βοήθεια και υποστήριξη των ΗΠΑ μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή. Η συγκυρία του προσφυγικού την αναβάθμισε στα μάτια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αυτό δεν πρόκειται να διαρκέσει για πάντα. Οικονομικά το κόστος του ψευδοκράτους έχει γίνει δυσβάστακτο και τα χρόνια που πέρασαν απέδειξαν ότι οι γενιές που ριγούσαν στη ρητορική της yavru vatan (Μικρή πατρίδα) έχουν εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο.

Η ανάδειξη του Μουσταφά Ακκιντζί στην ηγεσία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, ενός πολιτικού διαχρονικά ταγμένου στην υπόθεση της επαναπροσέγγισης και της συνύπαρξης αποτελεί εχέγγυο αξιοπιστίας και καλών προθέσεων. Στην ρητορική της «μικρής πατρίδας» αντιτάσσει «τα αδερφά κράτη» και στο ana vatan (Μητέρα πατρίδα) απήντησε δημοσίως στην Κωνσταντινούπολη ότι τα κράτη είναι σαν τα παιδιά: μεγαλώνουν και ανοίγουν τα φτερά τους να πετάξουν.
Ευτυχής συγκυρία η παρουσία στην ηγεσία της τουρκικής διπλωματίας του Τσαβούσογλου, ενός πολιτικού έμπειρου και γνώστη του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος (επί σειρά ετών μέλος της τουρκικής αποστολής, και κατόπιν επικεφαλής, στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης) και του Νταβούτογλου, ως πρωθυπουργού: γνωρίζουν καλά ότι τα προβλήματα απαιτούν λύση στην ώρα τους και δεν πρέπει να χαθεί το μομέντουμ.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο αγκάθι για την Τουρκία στην πορεία της επίλυσης; Οι εγγυήσεις: τα επιχειρήματα της τουρκικής πλευράς είναι: η τουρκοκυπριακή κοινότητα υπέστη δεινά την περίοδο '63-'74, η παρουσία του τουρκικού στρατού θα λειτουργούσε χαλαρωτικά στον πληθυσμό και ότι η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη μπορεί να φέρει, προϊόντος του χρόνου, μια ακροδεξιά κυβέρνηση στο νησί αρνητικά διακείμενη προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα (εδώ η πραγματικότητα σηκώνει τα χέρια αφού αποσιωπάται η εισβολή και η παράνομη κατοχή καθώς και το γεγονός ότι το 25% της Τουρκίας είναι υπό στρατιωτικό νόμο, αλλά όταν χαρακτηρίζεις μία χώρα ως ασφαλή για να κάνεις επαναπροωθήσεις, κάποιοι, και δικαίως, αποθρασύνονται).

 

blue

Copyright © 2012. www.mariayannakaki.gr | Όλα τα νέα σήμερα newspolis.gr | Designed by Shape5.com

Η επίσημη ιστοσελίδα της Μαρίας Γιαννακάκη | υποψηφιοι, Αττική, περιφέρεια, Παρέμβαση, για την Αττική, Β' Πειραιά, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Αγ. Ιωάννης, Ρέντης, Πέραμα, Πειραιάς, Ανθρώπινα, δικαιώματα, LGBT, ισότητα, Εξωτερική, πολιτική, Εθνική Άμυνα, Τουρκία, Κύπρος, Κυπριακό, Ευρωπαϊκή, Ένωση, ομοφυλόφιλοι, Ρομά