Ομιλίες

Ομιλία Μαρίας Γιαννακάκη στην εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ "Η θεσμική απάντηση στην άνοδο του Νεοναζισμού"

Οι εκδηλώσεις καταδίκης του πραξικοπήματος του 1967 αποκτούν σήμερα μία ιδιαίτερη σημασία και αξία, καθώς είναι η πρώτη χρονιά που συμπίπτουν αφ' ενός με την ύπαρξη ενός νεοναζιστικού, φασιστικού κόμματος στη Βουλή των Ελλήνων και αφ' ετέρου με έξαρση περιστατικών ρατσιστικής βίας.
Αναρωτιέμαι πόσο πιο χρήσιμο θα ήταν ανάλογες με τη σημερινή συζητήσεις να είχαν γίνει πέρσι τέτοια μέρα, μεσούσης της προεκλογικής περιόδου όταν όλες οι δημοσκοπήσεις προοιωνίζονταν τις εξελίξεις και την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και μάλιστα με μια πολυδύναμη Κοινοβουλευτική Ομάδα. Τότε όμως όλοι όσοι σήμερα κοπτόμεθα και μιλάμε για τον κίνδυνο του νεοναζισμού ήμασταν στο κυνήγι του ψηφοδελτίου και του σταυρού, στο κυνήγι της κομματικής και προσωπικής επιτυχίας.
Ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης είναι «Η θεσμική απάντηση στην άνοδο του νεοναζισμού» με πυρήνα συζήτησης το νομοσχέδιο για τη ρατσιστική βία που προτείνει το ΠΑΣΟΚ και το οποίο μας παρουσίασε αναλυτικά ο Γιάννης Ιωαννίδης, ΓΓ του Υπουργείου Εσωτερικών.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω αιρετικά:
Η Έκθεση του Επιτρόπου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία δημοσιεύτηκε την Τρίτη είναι καταπέλτης, αλλά δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Ήδη από τον Αύγουστο ο Επίτροπος είχε ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να διερευνήσει τις σχέσεις Χρυσής Αυγής και Ελληνικής Αστυνομίας στηριζόμενος στα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά που εξασφάλισε αυτό το μόρφωμα στα λεγόμενα «ειδικά τμήματα». Απάντηση δεν πήρε ποτέ, επισκέφθηκε την χώρα μας στις αρχές του έτους και η Συνέντευξη Τύπου που έδωσε πριν αναχωρήσει δεν άφηνε πολλά περιθώρια.
Στην Έκθεσή του, λοιπόν, ο Επίτροπος εκφράζει την ανησυχία του για την αύξηση των ρατσιστικών και άλλων εγκλημάτων μίσους στην Ελλάδα, που έχουν στόχο κυρίως μετανάστες και καλεί τις ελληνικές αρχές να επιβάλλουν κυρώσεις και να περιορίσουν τις δραστηριότητες ατόμων που υποστηρίζουν και εμπλέκονται σε υποθέσεις τέτοιων εγκλημάτων, αλλά και τις αντίστοιχες δραστηριότητες πολιτικών οργανώσεων, «περιλαμβανομένων και κομμάτων όπως η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, στις οποίες», όπως σημειώνει «είναι δυνατό να επιβληθούν αποτελεσματικές κυρώσεις ή απαγόρευση, εάν χρειάζεται».
Ο Επίτροπος υπογραμμίζει ότι «η Διεθνής Σύμβαση για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχουν επικυρωθεί και έχουν υπερνομοθετική ισχύ στην Ελλάδα, κάνουν δυνατή την επιβολή αποτρεπτικών, ποινικών και άλλων κυρώσεων και περιορισμών στις δραστηριότητες ατόμων που υποστηρίζουν και εμπλέκονται σε υποθέσεις ρατσιστικών και άλλων εγκλημάτων μίσους».
Στην απάντησή της η ελληνική κυβέρνηση, «σαν τον κακό μαθητή που αντί να συμμορφωθεί περνά στην αντεπίθεση» όπως πολύ εύστοχα διάβασα σήμερα στον Τύπο, ισχυρίζεται ότι η αντιμετώπιση της «ακραίας οργάνωσης», η οποία εν τούτοις, όπως υπογραμμίζεται, εξασφάλισε την είσοδό της στη Βουλή, «αποτελεί θέμα περίπλοκο για προφανείς λόγους, σχετιζομένους με τη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος». Συμπεραίνει, δε, ότι «οι λύσεις δεν μπορούν να είναι προϊόν συναισθηματικών αντιδράσεων που θα μπορούσαν να έχουν αντιπαραγωγική επίδραση και να οδηγήσουν σε μη επιθυμητά αποτελέσματα».
Όσο δε για τον ρατσισμό τον χαρακτηρίζει ως ένα εντελώς περιφερειακό φαινόμενο, 24ωρα μετά τη Μανωλάδα όπου τα περιστατικά ρατσιστικής βίας είναι διαχρονικό φαινόμενο, και φυσικά δεν σχολιάζει τους θύλακες της Χρυσής Αυγής μέσα στην Ελληνική Αστυνομία, αμαυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο και τους δημοκράτες αστυνομικούς, οι οποίοι είναι η πλειονότητα. Φυσικά όλα αυτά δεν μπορούν να σταθούν σε οποιαδήποτε κριτική και όχι γιατί το λέω εγώ, αλλά γιατί αυτό αποδεικνύουν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Βέβαια υπάρχει και η άποψη του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη όταν σε επίκαιρη ερώτησή μου απήντησε ότι το ΕΔΑΔ βγάζει και λάθος αποφάσεις.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, για ποιες απαντήσεις στον ρατσισμό και στον νεοναζισμό μιλάμε και μάλιστα θεσμικές όταν η κυβέρνηση αρνείται να αναγνωρίσει το πρόβλημα. Και φυσικά το ότι η απάντηση συντάχθηκε από «κάποιους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ» δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρή δικαιολογία. Το επιχείρημα έχει την ίδια πολιτική βαρύτητα με το «δεν έχει σημασία τι λένε οι υπάλληλοι της Τρόικα». Το μόνο που κάνει είναι να εκθέτει περαιτέρω την κυβέρνηση και την χώρα.
Αναμένουμε με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον την Έκθεση της Επιτροπής κατά των βασανιστηρίων ή/και της απαξιωτικής συμπεριφοράς, η οποία επισκέφθηκε την χώρα από τις 4 έως 16 Αυγούστου. Ας μην ξεχνάμε ότι στις δύο καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ, αναφορικά με το Δουβλίνο ΙΙ, στο σκεπτικό της απόφασης διαβάζουμε ότι «η επαναπροώθηση των εναγόντων στη χώρα πρώτης εισόδου δλδ στην Ελλάδα παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματά τους αφού είναι γνωστή η κατάσταση που επικρατεί στα κέντρα κράτησης παράτυπων μεταναστών στην Ελλάδα»
Πως αντιμετωπίζεται λοιπόν η άνοδος του νεοφασισμού; Με το να κόψουμε την καλημέρα στους βουλευτές της Χρυσής Αυγής; Με το να μην εμφανιζόμαστε μαζί τους στα πάνελς και έτσι να μην τους νομιμοποιούμε ή να μην τους αποκαθάρουμε και να τους κάνουμε οικείους στα μάτια των Ελλήνων πολιτών; Αυτά είναι τα αυτονόητα τουλάχιστον για όσους από εμάς διατηρούμε ακόμη την πολυτέλεια να επιλέγουμε τους συνομιλητές μας.
Θα πρόσθετα και κάτι άλλο εμπνευσμένο από τη γερμανική πολιτική ζωή: στο πλαίσιο των επίκαιρων ερωτήσεων να μην τους απαντά μόνο ο Υπουργός, αλλά κάθε φορά και ένας από άλλο κόμμα, κάνοντας έτσι ορατό ότι ο κοινοβουλευτισμός ξέρει να συσπειρώνεται και θα τους πολεμήσει και θα τους νικήσει με τα όπλα που αυτοί προσπαθούν να καταστρέψουν: το κράτος δικαίου, τη Δημοκρατία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Όμως και εδώ υπάρχει ένα αγκάθι: μιλάμε για ένα απαξιωμένο πολιτικό σύστημα με ένα ανυπόληπτο, στα μάτια της κοινωνίας πολιτικό προσωπικό, οπότε η απαξίωσή της Χρυσής Αυγής από αυτό μόνο αίγλη μπορεί να της προσδώσει.
Θεωρώ ανεπίτρεπτο ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ζήτησε στοιχεία από τους Δήμους προκειμένου να απαντήσει σε αντισυνταγματική ερώτηση Χρυσαυγιτών αναφορικά με τον αριθμό των αλλοδαπών μαθητών που φοιτούν στους παιδικούς σταθμούς της χώρας.
Αρκούν όμως αυτά; Φυσικά και όχι. Χρειάζεται ένα ισχυρό νομοθετικό οπλοστάσιο, το οποίο όμως θα εφαρμόζεται και μία δικαιοσύνη που θα είναι άτεγκτη στις αποφάσεις της. Γιατί νόμοι, όπως σημειώνει και ο Επίτροπος, υπάρχουν, απλώς χωλαίνουν στην εφαρμογή τους. Δεν υπάρχει κενό νομικό, υπάρχει κενό πολιτικό και ιδεολογικό, υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης πάταξης του φαινομένου.
Σε σχετική ερώτησή μου ο υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραδέχτηκε ότι από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου που συλλέγει στατιστικά στοιχεία στο πλαίσιο εκπλήρωσης διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, έχει διαπιστωθεί ότι ελάχιστες διώξεις για εγκλήματα κατά τον Ν. 927/1979 για τις φυλετικές διακρίσεις έχουν ασκηθεί τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον βάσει των στοιχείων που αποστέλλονται από τις εισαγγελίες στο υπουργείο, ενώ δεν καταγράφονται ποτέ στις σχετικές στατιστικές εγκλήματα που διαπράττονται με ρατσιστικό κίνητρο.

Μάλιστα, ο υπουργός Δικαιοσύνης συμπλήρωσε ότι τον περασμένο Απρίλιο ο τέως γενικός γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Ιωαννίδης, είναι εδώ μαζί μας και μπορεί να μας δώσει περαιτέρω στοιχεία, είχε αποστείλει επιστολή προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επισημαίνοντας τα προβλήματα αυτά.
Για την ακρίβεια, στην Ελλάδα τα εγκλήματα ρατσιστικού κινήτρου είτε δεν εξιχνιάζονται είτε, όταν εξιχνιάζονται, ουδείς ασχολείται με το ρατσιστικό κίνητρο διότι η κυρίαρχη υπηρεσιακή κουλτούρα της δίωξης του εγκλήματος πολύ συχνά συμμερίζεται το ρατσιστικό κίνητρο είτε δια της ανοχής είτε δια της υπόθαλψης της ρατσιστικής βίας. Στις άλλες περιπτώσεις, απλώς το θεωρεί νομικά αδιάφορο.

Στα τέλη του 2011 πέρασε από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής το νομοσχέδιο για την «Καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας». Ενώ είχε ανακοινωθεί ότι θα συζητηθεί στην Ολομέλεια στις 17/18 Γενάρη 2012, κατά ένα μαγικό τρόπο απεσύρθη και ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε για αυτό: οι κακές γλώσσες λένε ότι σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά οι λυσσώδεις αντιρρήσεις του ΛΑΟΣ που τότε ήταν στην συγκυβέρνηση. Μάλιστα, το σχέδιο νόμου τον Ιούλιο του 2012 επιστράφηκε από τη Βουλή στον νυν υπουργό, όπως αυτό είχε κατατεθεί.

Πρόκειται για την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στην σχετική «Απόφαση-πλαίσιο της Ευρωπαικής Ένωσης», η οποία πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλίσει και την τήρηση των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων (1966), την οποία έχει κυρώσει η Ελλάδα. Μέχρι σήμερα οι διατάξεις της εν λόγω Διεθνούς Σύμβασης υλοποιούνται από τον Ν.927/1979, ο οποίος ελάχιστα εφαρμόστηκε στην Ελλάδα και σχεδόν ποτέ οδήγησε σε τελική καταδίκη.
Αναφορικά με το νέο νομοσχέδιο θα περιοριστώ να πω ότι είναι μία πρόταση Νόμου καλών προθέσεων, με την οποία έχω προσωπικά, κάποιες επιφυλάξεις τις οποίες και θα εκθέσω στην αρμόδια Επιτροπή όταν έρθει προς συζήτηση.
Η συζήτηση περί ρατσιστικού λόγου και ρατσιστικής βίας είναι πολύπλευρη και πολύ σοβαρή. Όπως επίσης και ο ρατσιστικός λόγος όταν ενδύεται τον μανδύα του επιστημονικού λόγου και ο ρόλος της ελευθερίας του λόγου σε μία φιλελεύθερη κοινωνία.
Ο ρατσιστικός λόγος είναι τόσο διαδεδομένος στην ελληνική κοινωνία που καθίσταται μη τιμωρήσιμος. Και αυτό γιατί εκφέρεται και από τα πλέον επίσημα χείλη: από Μητροπολίτες, «ευυπόληπτα» ΜΜΕ, μέσα στην ίδια τη Βουλή των Ελλήνων.
Τι μπορεί λοιπόν να γίνει; Νομίζω ότι απαιτείται μία συστηματική και ουσιαστική εγρήγορση της Πολιτείας σε όλα τα επίπεδα: πρέπει να ενσταλαχθεί στους μαθητές η έννοια του ενεργού πολίτη και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να πάψουν να προβάλλουν θέσεις ρατσιστικές και αυτό δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την ελευθερία του λόγου. Το Εθνικό ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, αντί να τιμωρεί τα ομόφυλα φιλιά και να είναι τοποτηρητής της «ηθικής» θα πρέπει να αρχίσει να ζητά κασέτες από εκπομπές που προβάλλουν και προπαγανδίζουν τις ρατσιστικές και νεοναζιστικές θέσεις.
Ο ρόλος της τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι καθοριστικός, αφού αποτελεί τον πιο οικείο θεσμό στον πολίτη, αλλά και το τελευταίο προπύργιο κοινωνικής συνοχής. Καμία ανοχή κρουσμάτων ρατσισμού στις γειτονιές και στις δομές της.
Και τέλος, το περίφημο άρθρο 29 του Συντάγματος: η Βουλή από το καλοκαίρι του 2013 μπορεί να είναι αναθεωρητική. Ας ξεκινήσει ο δημόσιος διάλογος για αντικατάστασή του με πολύ συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί ένα κόμμα, όχι μόνο για να συμμετέχει στις εκλογές, αλλά και για να λειτουργεί.
Και τέλος, ας ανοίξει ένα διάλογο η ελληνική κοινωνία με το παρελθόν της και ας κοιταχθεί στον καθρέπτη χωρίς παραμορφωτικά γυαλιά και χωρίς τα άλλοθι της οικονομικής κρίσης. Γιατί τα γεγονότα της Μανωλάδας το 2008, αλλά και τα προ 10ετίας στα ροδάκινα του Βελβεντού συνέβησαν όταν όλοι ζούσαμε στο ροζ συννεφάκι της ευμάρειας.

Copyright © 2012. www.mariayannakaki.gr | Όλα τα νέα σήμερα newspolis.gr | Designed by Shape5.com

Η επίσημη ιστοσελίδα της Μαρίας Γιαννακάκη | υποψηφιοι, Αττική, περιφέρεια, Παρέμβαση, για την Αττική, Β' Πειραιά, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Αγ. Ιωάννης, Ρέντης, Πέραμα, Πειραιάς, Ανθρώπινα, δικαιώματα, LGBT, ισότητα, Εξωτερική, πολιτική, Εθνική Άμυνα, Τουρκία, Κύπρος, Κυπριακό, Ευρωπαϊκή, Ένωση, ομοφυλόφιλοι, Ρομά